«Ήμασταν στο σαλόνι με τον μικρό και σηκώθηκα για δευτερόλεπτα να πάω στην κουζίνα. Άκουσα το θόρυβο από το παιδί να πέφτει, και έτρεξα να δω τι είχε συμβεί. Το παιδί το βρήκα στη γωνία του τραπεζιού. Την είχε ‘φάει’ στο κούτελο, αλλά δεν μάτωσε. Ήταν λιπόθυμος. Πάνω στον πανικό μου τον πήρα και τον πήγα στη βρύση να του βρέξω το κεφάλι του. Φώναζα ”βοήθεια, βοήθεια”». Με άκουσε μια γειτόνισσα και ήρθε να με βοηθήσει».
Το ζευγάρι δεν σταμάτησε λεπτό να αλληλοκατηγορείται. Δύο διαφορετικές πλευρές, δύο διαφορετικές εικόνες.
«Στην αρχή ήταν όλα άψογα, δεν μου είχε μου είχε δώσει το παραμικρό δικαίωμα να σκεφτώ κακό. Μετά άρχισε να ζηλεύει που το παιδί δενόταν μαζί μου. Κάθε μέρα το μεσημέρι ο μικρός με περίμενε και μου φώναζε ”μπαμπάκα μου”. Λένε ότι τον έκαψα εγώ αλλά η σύντροφός μου ήταν εκείνη που κάπνιζε. Στις 16 Δεκεμβρίου σήκωσα το μανίκι του παιδιού, είδα τα σημάδια και τράβηξα αμέσως βίντεο. Είχε πάρει το ξύλο από την κούνια της κόρης μου και το χτυπούσε το παιδί. Λάτρευε τα σκυλιά, αλλά χτυπούσε το παιδί της», αυτά είναι τα λεγόμενα του 44χρονου.
Από την πλευρά της η 26χρονη, ισχυρίζεται ότι τον φοβόταν και γι’ αυτό δεν μιλούσε.
«Φοβόμουν να μιλήσω. Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, δεν με είχε περιορισμένη, ούτε με είχε απειλήσει ότι θα με σκοτώσει, αλλά φοβόμουν να μιλήσω. Γνωρίζω ότι το παιδί μου είναι εγκεφαλικά νεκρό. Δεν λειτουργεί τίποτα. Μόνο η καρδιά του χτυπάει. Δεν έκανα κάτι εγώ. Δεν σκότωσα το παιδί μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι από δω και πέρα. Το παιδί μου θα πεθάνει. Και δεν φταίω εγώ γι’ αυτή την κατάσταση. Ήταν λάθος μου που κατέβηκα στην Κρήτη. Αν ζήσει, θα τρελαθώ από τη χαρά μου. Θα το πάρω αγκαλιά και θα του ζητήσω συγγνώμη. Αλλά το παιδί μου δεν θα υπάρχει στη ζωή και στεναχωριέμαι».
Από χθες, και οι δυο τους βρίσκονται στην φυλακή. Με την οργή του κόσμου να μην έχει καταλαγιάσει, για το φρικτό αυτό έγκλημα που έχει ως αποτέλεσμα ένα παιδάκι να παλεύει να κρατηθεί στη ζωή.