Περιβάλλον 09.10.2025, 8:54

Ηλιακή και αιολική ενέργεια ξεπέρασαν τη ζήτηση το πρώτο εξάμηνο του 2025

Η έκθεση της Ember καταγράφει παγκόσμιο ρεκόρ καθαρής ενέργειας, ενώ η Ελλάδα ενισχύει τη θέση της ως εξαγωγέας ηλεκτρισμού

Δημοσιεύθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2025, η έκθεση Global Electricity Mid-Year Insights 2025 του διεθνούς ενεργειακού think tank Ember, καταγράφοντας ιστορικό ορόσημο για την παγκόσμια ηλεκτροπαραγωγή. Κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, η παραγωγή από ηλιακή και αιολική ενέργεια αυξήθηκε περισσότερο από τη συνολική ζήτηση, με αποτέλεσμα οι ανανεώσιμες πηγές να ξεπεράσουν για πρώτη φορά το μερίδιο του άνθρακα στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα.

Το 2024 η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 4%, δηλαδή κατά 1.172 τεραβατώρες, ξεπερνώντας συνολικά τις 30.000 τεραβατώρες. Οι πηγές χαμηλού άνθρακα, που περιλαμβάνουν τις ανανεώσιμες και την πυρηνική ενέργεια, παρήγαγαν το 40,9% της παγκόσμιας ηλεκτρικής ενέργειας, ποσοστό που ξεπέρασε για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1940 το όριο του 40%. Η ηλιακή ενέργεια κατέγραψε εντυπωσιακή άνοδο 29% και έχει διπλασιαστεί μέσα στα τελευταία τρία χρόνια, ενώ η συνολική παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε κατά 858 τεραβατώρες, δηλαδή 49% περισσότερο από το προηγούμενο ρεκόρ του 2022. Η υδροηλεκτρική ενέργεια παρέμεινε η σταθερότερη μορφή καθαρής παραγωγής, καλύπτοντας το 14,3% του συνόλου, ενώ η πυρηνική ενέργεια σημείωσε μικρή αλλά σταθερή αύξηση περίπου 69 τεραβατωρών.

Η έντονη ζέστη και τα παρατεταμένα κύματα καύσωνα συνέβαλαν σε πρόσθετη αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά περίπου 0,7% ή 208 τεραβατώρες, λόγω της εκτεταμένης χρήσης κλιματιστικών. Η επιπλέον ζήτηση προκάλεσε αύξηση της παραγωγής από ορυκτά καύσιμα κατά 1,4%, με αποτέλεσμα οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας να φθάσουν σε νέο ιστορικό υψηλό, αγγίζοντας τους 14,6 δισεκατομμύρια τόνους.

Η έκθεση της Ember εξετάζει δεδομένα από δεκατρείς γεωγραφικές και οικονομικές ενότητες, εστιάζοντας στις επτά μεγαλύτερες αγορές που αντιπροσωπεύουν το 72% της παγκόσμιας ζήτησης. Στην Κίνα, το 53% της αύξησης καθαρής παραγωγής προήλθε από ανανεώσιμες πηγές οι οποίες κάλυψαν το 81% της πρόσθετης ζήτησης. Στην Ινδία, η παραγωγή από ανανεώσιμες αυξήθηκε περισσότερο από τη ζήτηση, περιορίζοντας την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Αντιθέτως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ζήτηση σημείωσε ήπια άνοδο της τάξεως του 1,5%, όμως η μειωμένη απόδοση των υδροηλεκτρικών και η αδυναμία των ανέμων οδήγησαν σε αυξημένη χρήση φυσικού αερίου και άνθρακα κατά 14% και 1,1% αντίστοιχα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τη διεύρυνση της παραγωγής από ΑΠΕ, το μερίδιο του άνθρακα ενισχύθηκε περίπου κατά 17%, ενώ σε πολλές αναδυόμενες αγορές οι καθαρές πηγές εξακολουθούν να αυξάνονται ταχύτερα από τη ζήτηση, καταδεικνύοντας σταθερή μετατόπιση προς καθαρότερες μορφές ενέργειας.

Η ελληνική πραγματικότητα

Το 2024 αποτέλεσε έτος-σταθμό για την ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας, καθώς η χώρα κατέγραψε για πρώτη φορά μετά το 1990 καθαρό ισοζύγιο εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, επιβεβαιώνοντας τη σταδιακή μετατροπή της από καθαρό εισαγωγέα σε περιφερειακό κόμβο πράσινης ενέργειας. Οι πηγές χαμηλού άνθρακα, δηλαδή οι ανανεώσιμες και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, κάλυψαν πάνω από το 50% της εγχώριας ζήτησης. Οι ανανεώσιμες, κυρίως τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά, συνεισέφεραν το 44,4%, ενώ τα μεγάλα υδροηλεκτρικά πρόσθεσαν ένα επιπλέον 6%.

Το φυσικό αέριο παρέμεινε η βασική πηγή συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής, καλύπτοντας περίπου το 37 έως 40% της ζήτησης, ενώ η λιγνιτική παραγωγή περιορίστηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γύρω στο 5 έως 6%, γεγονός που επιβεβαιώνει τη συνεχή απολιγνιτοποίηση της ελληνικής οικονομίας. Το συνολικό φωτοβολταϊκό δυναμικό ανήλθε σε 8,9 γιγαβάτ κορυφής, καθιστώντας την Ελλάδα μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές ηλιακής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η αύξηση της ζήτησης κατά 5,5% το 2024 δεν καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από καθαρές πηγές, γεγονός που οδήγησε σε περαιτέρω χρήση φυσικού αερίου για την εξισορρόπηση της παραγωγής. Παράλληλα, η χώρα αντιμετώπισε σημαντικές περικοπές στην παραγωγή ΑΠΕ λόγω περιορισμών του δικτύου μεταφοράς και χωρικής συγκέντρωσης έργων σε περιοχές με ανεπαρκείς υποδομές. Το 2024 δεν αξιοποιήθηκαν περίπου 860 γιγαβατώρες καθαρής ενέργειας, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι περικοπές ξεπέρασαν τις 1.300 γιγαβατώρες, ποσοστό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 10% της διαθέσιμης παραγωγής.

Παρά τις τεχνικές προκλήσεις, οι ΑΠΕ διατήρησαν την πρωτοκαθεδρία στο ενεργειακό μείγμα με μερίδιο 46% το πρώτο εξάμηνο του 2025, ενώ το φυσικό αέριο κάλυψε το 40,4%. Το θετικό ισοζύγιο εξαγωγών συνεχίστηκε, ενισχύοντας τη θέση της Ελλάδας ως διασυνδεδεμένου ενεργειακού κόμβου στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Οι προτεραιότητες της επόμενης περιόδου αφορούν την αναβάθμιση του ηλεκτρικού δικτύου και των διασυνδέσεων, όπως τη σύνδεση της Κρήτης και των νησιών με το ηπειρωτικό δίκτυο, την ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ενέργειας, τη μείωση της εξάρτησης από φυσικό αέριο και τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου ώστε να επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες. Παράλληλα, το ισχυρό ηλιακό και αιολικό δυναμικό της χώρας και η προοπτική εξαγωγής πράσινης ενέργειας προς την Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια προσφέρουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε βασικό περιφερειακό προμηθευτή καθαρής ενέργειας.

Ο συνδυασμός φωτοβολταϊκών, υπεράκτιων αιολικών και έργων αποθήκευσης, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση ευρωπαϊκών κεφαλαίων και την ολοκλήρωση κρίσιμων ενεργειακών έργων, καθιστούν ρεαλιστικό τον στόχο για ποσοστό άνω του 70% καθαρής ηλεκτροπαραγωγής έως το 2030. Η Ελλάδα, αν και αντιμετωπίζει ζητήματα υποδομών και αποθήκευσης, εμφανίζει πλέον τα χαρακτηριστικά μιας ώριμης αγοράς καθαρής ενέργειας, με σταθερή αναπτυξιακή πορεία, αυξανόμενη ενεργειακή αυτονομία και ενισχυμένο ρόλο στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη.

Πηγή: tovima.gr


Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα