Οικονομία 22.12.2025, 15:49

Τράπεζας της Ελλάδος: Αναμονή για αύξηση του ΑΕΠ στο 2,1%

Οι επενδύσεις προβλέπεται να υποστηριχθούν από τους υπόλοιπους προς διάθεση πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης

Ρυθμό αύξησης του ΑΕΠστο 2,1% περιμένει η Τράπεζα της Ελλάδος το 2025, το 2026 και το 2027, ενώ για το 2028 αναμένεται οριακή επιβράδυνση στο 2%, υπερβαίνοντας το μέσο προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης και παραμένοντας έτσι σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης των εισοδημάτων.

Όπως αναφέρεται στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2025, κυριότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης προβλέπεται να είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά.

Βραχυχρόνια, οι επενδύσεις προβλέπεται να υποστηριχθούν από τους υπόλοιπους προς διάθεση πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς μόνο το 1/3 αυτών έχει έως τώρα διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία.

Έτσι, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν με υψηλό ρυθμό 7,3% το 2025-26, ενώ με το πέρας της περιόδου εφαρμογής του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU ο ρυθμός αύξησής τους θα μετριαστεί το 2027-28.

H συμβολή του εξωτερικού τομέα συνολικά στο ΑΕΠ θα είναι το προσεχές διάστημα ελαφρώς αρνητική, εξαιτίας της έντονης επενδυτικής δραστηριότητας, που θα προκαλέσει ταχεία αύξηση των εισαγωγών, αλλά και του υψηλού εισαγωγικού περιεχομένου της εγχώριας κατανάλωσης και των εξαγωγών αγαθών.

Ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται εντός της περιόδου πρόβλεψης.

Το 2025 αναμένεται να παραμείνει υψηλός σε 2,8%, αντανακλώντας την επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών – λόγω κυρίως των αυξήσεων στις αμοιβές εργασίας και στα ενοίκια, των πιέσεων από την υψηλή τουριστική ζήτηση και των αυξημένων έμμεσων φόρων στην εστίαση και στη διαμονή – καθώς και τον πληθωρισμό των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής.

Ο πληθωρισμός προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει αισθητά στο 2,1% το 2026, θα παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητος (2,2%) το 2027, ενώ το 2028 εκτιμάται μια εφάπαξ επιτάχυνσή του στο 2,5%, καθώς η επίδραση του διευρυμένου συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων θα ενσωματωθεί στην ενεργειακή συνιστώσα του ΕνΔΤΚ.

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί. Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:

α) η αβεβαιότητα από τις εύθραυστες διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας,

β) ο επίμονος πληθωρισμός,

γ) ενδεχόμενες μεγαλύτερες μισθολογικές πιέσεις, λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας,

δ) πιθανές φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,

ε) τυχόν χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του RRF και στ) βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Προκλήσεις

Η ελληνική οικονομία, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά διαρθρωτικών προκλήσεων που θα καθορίσουν τη μελλοντική της πορεία.

Συνολικά, ο κίνδυνος επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης μετά τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης, η χαμηλή παραγωγικότητα, το υφιστάμενο επενδυτικό κενό, τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση των υπολειπόμενων κοινοτικών πόρων, η βραδεία αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, οι πιέσεις στην αγορά εργασίας και στα πραγματικά εισοδήματα, η δυσκολία εύρεσης προσιτής κατοικίας, η δημογραφική κρίση, η στάσιμη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος συγκροτούν ένα σύνθετο πλέγμα προκλήσεων.

Προτάσεις πολιτικής

Η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων, σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας με έντονους εμπορικούς ανταγωνισμούς και συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, απαιτεί συνεκτική στρατηγική, σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στοχευμένη αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, ώστε η σημερινή μακροοικονομική σταθερότητα να μεταφραστεί σε διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ευημερία.

Στο πλαίσιο αυτό, οι προτάσεις πολιτικής για την ελληνική οικονομία οφείλουν να υπηρετούν ταυτόχρονα τρεις στόχους:

α) ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας,

β) θωράκιση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας και

γ) διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και βιωσιμότητας μακροπρόθεσμα.

Αυτές οι κατευθύνσεις καθορίζουν και τη λογική των προτεινόμενων παρεμβάσεων, οι οποίες δεν είναι αποσπασματικές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες, αναφέρται.

Η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας απαιτεί τη συνέχιση και βάθυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Δημοσίου, την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη μείωση της γραφειοκρατίας.

Οι δράσεις αυτές βελτιώνουν το επιχειρηματικό και θεσμικό περιβάλλον και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αυξάνουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής.

Παράλληλα, η ενθάρρυνση νέων παραγωγικών επενδύσεων, η αναβάθμιση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης ωφελούν άμεσα και έμμεσα την παραγωγικότητα της εργασίας.

Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος απαιτεί παράλληλα τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και την παροχή στοχευμένων κινήτρων (επιταχυνόμενες αποσβέσεις και αυξημένες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη), καθώς και τον περιορισμό του ενεργειακού κόστους. Τα φορολογικά μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης συμπληρώνουν αυτό το πλαίσιο. Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας (tax wedge) ενισχύει τα κίνητρα των επιχειρήσεων να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.

Προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές και να διευκολυνθεί ο προσανατολισμός του παραγωγικού προτύπου προς εξωστρεφείς εμπορεύσιμες δραστηριότητες είναι αναγκαία η πλήρης και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων – του RRF, των Πολυετών Δημοσιονομικών Πλαισίων 2021-2027 και 2028-2034 και του πακέτου των 8 δισ. ευρώ για την περίοδο 2026-32 (Ταμείο Κοινωνικού Κλίματος, Ταμείο Εκσυγχρονισμού, Ταμείο Απανθρακοποίησης Νησιών).

Δεδομένου ότι το NextGenerationEU έχει πεπερασμένη διάρκεια ζωής και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα καταγράφει συστηματικά ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης στην ΕΕ, η χώρα οφείλει να επιταχύνει την υλοποίηση των συναφών επενδύσεων ώστε να μεγιστοποιήσει τις θετικές επιδράσεις του στην ανάπτυξη και στην παραγωγικότητα τα επόμενα χρόνια.

Η ενίσχυση και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι επίσης κρίσιμη σε μια περίοδο κατά την οποία οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι ευμετάβλητες.

Η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, η αξιοποίηση του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων και η πρόσβαση σε εναλλακτικές προς τον τραπεζικό δανεισμό μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών – ιδίως για νεοφυείς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν επαρκείς εξασφαλίσεις – μπορούν να ξεκλειδώσουν σημαντικό επενδυτικό δυναμικό.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι καίριας σημασίας οι ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν τις θετικές επιδόσεις τους και να παραμείνουν σε πορεία επίτευξης των μεσοπρόθεσμων στόχων τους, ώστε αφενός να συνεχίσουν να στηρίζουν επαρκώς τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και αφετέρου να επιτύχουν νέες αναβαθμίσεις που θα λειτουργήσουν ως ασπίδα απέναντι στο περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας.

Παράλληλα, η διατήρηση και ενίσχυση της θετικής δυναμικής των ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες ξεπέρασαν τα 6 δισ. ευρώ το 2024, αυξημένες κατά περίπου 40% έναντι του 2019, προϋποθέτει σταθερότητα, θεσμική αξιοπιστία και συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.

Το ζήτημα της προσιτής στέγης απαιτεί πρόσθετες παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να απλοποιηθούν οι διαδικασίες σε όλα τα στάδια αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας – αδειοδοτήσεις, πολεοδομικά, χρήσεις γης – ώστε να αποδεσμευθούν αδρανή ακίνητα και να διευκολυνθούν ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε ανάπτυξη κατοικίας.

Στην αγορά εργασίας, η αύξηση των αμοιβών πρέπει να είναι συμβατή με την εξέλιξη της παραγωγικότητας, ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας που θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό γυναικών, νέων, μεγαλύτερων σε ηλικία και συνταξιούχων.

Για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος απαιτείται ένα συνεκτικό πλέγμα κοινωνικών και αναπτυξιακών παρεμβάσεων:

επενδύσεις σε ποιοτικούς και οικονομικά προσιτούς παιδικούς σταθμούς, θεσμοθέτηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, στήριξη της στέγασης νέων οικογενειών, ενίσχυση υπηρεσιών υγείας και φροντίδας.

Πρόσθετες παροχές όπως επιδόματα σπουδών για παιδιά ή υποστήριξη στο σπίτι για νέες μητέρες ενισχύουν την οικογενειακή ασφάλεια. Παράλληλα, η ενσωμάτωση μεταναστών και ο επαναπατρισμός Ελλήνων του εξωτερικού μπορούν να ενδυναμώσουν το ανθρώπινο κεφάλαιο.

Καθοριστική προϋπόθεση για την υλοποίηση όλων των παραπάνω είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η συνέχιση της ταχείας αποκλιμάκωσής του.

Η σταθερή συμμόρφωση με το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων – που ανέρχονται περίπου στο 18% του ΑΕΠ – για την πρόωρη αποπληρωμή των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης, μπορεί να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές.

Η ταχύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μειώνει τις μελλοντικές ανάγκες δημοσιονομικής προσαρμογής, επιτρέπει υψηλότερα όρια δαπανών για ενεργητικές πολιτικές και περιορίζει την έκθεση σε κινδύνους από ενδεχόμενη άνοδο των επιτοκίων.

Τέλος, η πιο ενεργός συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας σε διεθνή εξοπλιστικά προγράμματα και κοινοπραξίες, με σύμπραξη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, μπορεί να αυξήσει την προστιθέμενη αξία της στο ΑΕΠ, να δημιουργήσει υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας και να καλύψει μεγαλύτερο μέρος των αμυντικών αναγκών από εγχώρια παραγωγή.

Οι παραπάνω προτάσεις πολιτικής, τονίζεται, συγκροτούν ένα συνεκτικό πλαίσιο για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας και εμπορικού προστατευτισμού.

Όσο κρίσιμες και αν είναι όμως οι εθνικές πολιτικές, δεν επαρκούν πλέον από μόνες τους.

Γι’ αυτό απαιτείται η συνέργεια των εθνικών πολιτικών με μια ευρωπαϊκή στρατηγική εναρμονισμένη με τις κατευθύνσεις που θέτουν οι εκθέσεις Letta και Draghi, με σκοπό να εξαλειφθούν τα εναπομένοντα εμπόδια στην κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και ανθρώπινου δυναμικού και να ενισχυθούν οι επενδύσεις στην καινοτομία, στις υποδομές και στις στρατηγικές τεχνολογίες ώστε η Ευρώπη να παραμείνει ανταγωνιστική.

Παράλληλα, χρειάζεται να ενισχυθούν περαιτέρω οι προσπάθειες για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και τη δημιουργία μιας πραγματικής ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων ώστε να μειωθεί ο χρηματοπιστωτικός κατακερματισμός.

Θα πρέπει να αξιοποιηθεί η πολύ επιτυχημένη εμπειρία του NextGenerationEU, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένας μόνιμος μακροοικονομικός μηχανισμός τόνωσης των επενδύσεων και προώθησης των μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ.

Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται επίσης η δημιουργία ενός ευρωομολόγου, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για διασυνοριακές επενδύσεις, να ενισχύσει το διεθνή ρόλο του ευρώ και να ενδυναμώσει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.

Ελληνική οικονομία: Διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, περιορισμένη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού

Η οικονομική δραστηριότητα συνέχισε να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς το πρώτο εννεάμηνο του 2025 (2,0% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024), υπερβαίνοντας τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ (1,5%). Βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης ήταν η ιδιωτική κατανάλωση και οι καθαρές εξαγωγές, λόγω της αύξησης των εξαγωγών αγαθών και, σε μεγαλύτερο βαθμό, των εξαγωγών υπηρεσιών και της παράλληλης μείωσης των εισαγωγών.

Θετική ήταν και η συμβολή των επενδύσεων στην ανάπτυξη, λόγω της ενίσχυσης των πάγιων επενδύσεων τόσο σε παραγωγικό εξοπλισμό όσο και σε κατασκευές το β΄ και το γ΄ τρίμηνο του έτους.

Η αγορά εργασίας συνέχισε τη θετική της πορεία και το πρώτο εννεάμηνο του 2025, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.

Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και οι δείκτες προσδοκιών υποδηλώνουν συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής για το σύνολο του 2025.

Ο πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) ανήλθε το πρώτο ενδεκάμηνο του 2025 στο 2,9% κατά μέσο όρο (2024: 3,0%), τροφοδοτούμενος κυρίως από τον επίμονο πληθωρισμό των υπηρεσιών και από τον πληθωρισμό των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής, παρουσιάζοντας έντονες διακυμάνσεις, καθώς αποκλιμακώθηκε σημαντικά το δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου, αλλά επανήλθε στη μέση τιμή του ενδεκαμήνου το Νοέμβριο.

Στην ελαφρά υποχώρηση του πληθωρισμού συνέβαλαν τα επεξεργασμένα είδη διατροφής, τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και τα ενεργειακά αγαθά.

Δημοσιονομικές εξελίξεις: Υψηλότερο του αναμενομένου πρωτογενές πλεόνασμα – Ταχεία αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ

Μετά το έτος-ορόσημο 2024 κατά το οποίο επιτεύχθηκε το υψηλότερο ιστορικά συνολικό και πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι πολύ θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις συνεχίστηκαν και το 2025.

Σε αντίθεση με την αρχική πρόβλεψη για οριακή δημοσιονομική συστολή, το 2025 εκτιμάται ότι θα καταγραφεί δημοσιονομική επέκταση, αντανακλώντας την υπεραπόδοση του προηγούμενου έτους και τη θετική πορεία των εσόδων.

Η εξέλιξη αυτή αντανακλά πρωτίστως βελτιωμένες επιδόσεις όσον αφορά την αύξηση των εισοδημάτων, την κερδοφορία των επιχειρήσεων, την απασχόληση και τη φορολογική συμμόρφωση, ενώ δευτερευόντως συνδέεται με την επίδραση του υψηλότερου του αναμενομένου πληθωρισμού.

Το γεγονός αυτό επέτρεψε τη λήψη δέσμης μόνιμων επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων από το 2026.

Οι εκτιμήσεις της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού 2026 για το πρωτογενές αποτέλεσμα το 2025 είναι συμβατές με τις δημοσιονομικές προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω το 2025.

Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις: Αβέβαιες διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες – Αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης

Οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες διεθνώς παραμένουν αβέβαιες και ευάλωτες στις μεταβολές της οικονομικής πολιτικής και στις παρεμβάσεις στη λειτουργία των θεσμών στις ΗΠΑ, όπως υποδηλώνει η κατά καιρούς αύξηση της μεταβλητότητας στις διεθνείς αγορές ομολόγων και μετοχών, ενώ σοβαρούς κινδύνους εγκυμονεί και η μεγάλη επέκταση του λεγόμενου «σκιώδους» χρηματοπιστωτικού τομέα (δηλ. των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων), που εποπτεύεται λιγότερο αυστηρά από ό,τι οι τράπεζες.

Η ζήτηση ελληνικών κρατικών ομολόγων εκ μέρους διεθνών επενδυτών έχει ενισχυθεί σημαντικά και σε αυτό έχουν συμβάλει οι συνεχιζόμενες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας, με αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των επενδυτικών θέσεων σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.

Ταυτόχρονα, στο τρέχον περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας διεθνώς, οι αναβαθμίσεις και η αύξηση των επενδυτικών θέσεων σε ελληνικά ομόλογα τεκμαίρεται ότι έχουν συγκρατήσει τις ανοδικές πιέσεις που ασκούνται στις αποδόσεις λόγω εξελίξεων σε άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, όπως η Γαλλία.

Σε συνάφεια με τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης, συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών, ενώ και οι αποδόσεις των ομολόγων μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων καταγράφουν μείωση από τις αρχές του 2025, επωφελούμενες από τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας.

Οι μετοχές των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών επιχειρήσεων παρουσιάζουν εντός του 2025 σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις έναντι αυτών που καταγράφονται σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο.

Την ισχυρή επίδοση του γενικού δείκτη από την αρχή του 2025 στήριξαν κυρίως οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών, ενώ θετικά κινήθηκαν και όλοι οι κλαδικοί δείκτες.

Ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη, που ενισχύει τις αποδόσεις των ελληνικών μετοχών, είναι η αύξηση των επενδυτικών θέσεων σε ελληνικές μετοχές από διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.

Η πρόσφατη πρόταση εξαγοράς του συνόλου των μετοχών της Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. από τον όμιλο Euronext αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω διεύρυνση της επενδυτικής βάσης της ελληνικής αγοράς μετοχών και, ως εκ τούτου, σε περισσότερες ευκαιρίες χρηματοδότησης ελληνικών επιχειρήσεων από τις αγορές.

Τραπεζικός τομέας: Υποχώρηση των επιτοκίων, αύξηση των καταθέσεων και των χορηγήσεων

Τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων προθεσμίας ακολούθησαν πτωτική τάση κατά τη διάρκεια του δεκαμήνου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2025, σε συνέπεια με τις μειώσεις των επιτοκίων πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

Οι μειώσεις ήταν ελαφρώς εντονότερες στα επιτόκια καταθέσεων των επιχειρήσεων, τα οποία άλλωστε είχαν καταγράψει μεγαλύτερες αυξήσεις κατά την ανοδική φάση του κύκλου των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής.

Κατά τους δέκα πρώτους μήνες του 2025 το απόθεμα των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα παρουσίασε σωρευτική αύξηση κατά 3,1 δισεκ. ευρώ, έναντι αύξησης κατά 0,7 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, και διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο του 2025 σε 206 δισεκ. ευρώ.

Τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) υποχώρησαν σημαντικά κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους σε όλες τις κατηγορίες δανείων.

Οι μειώσεις ήταν συγκριτικά εντονότερες στα δάνεια ύψους άνω των 250.000 ευρώ, τα οποία κατά κανόνα αφορούν μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις. Μειώσεις επιτοκίων καταγράφηκαν και στα τραπεζικά δάνεια προς τα νοικοκυριά, αλλά συγκριτικά μικρότερες από ό,τι για τις επιχειρήσεις.

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τραπεζικών δανείων προς τις ΜΧΕ το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2025 επιταχύνθηκε και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 16,0%, έναντι μέσης τιμής 8,5% το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2024.

Τα τραπεζικά δάνεια προς τα νοικοκυριά σημείωσαν μικρότερη συρρίκνωση τους δέκα πρώτους μήνες του 2025 σε σύγκριση με το ίδιο δεκάμηνο του 2024 και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής τους μεταστράφηκε σε θετικό πρόσημο από τον Ιούνιο του 2025 – για πρώτη φορά μετά τον Οκτώβριο του 2010.

H εξέλιξη αυτή αντανακλά την περαιτέρω υποχώρηση του ρυθμού συρρίκνωσης των στεγαστικών δανείων σε μηδέν τον Οκτώβριο του 2025, καθώς και την επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου της καταναλωτικής πίστης, ο οποίος ήδη από το 2024 έχει ισχυροποιηθεί και ανήλθε σε 6,6% τον Οκτώβριο.

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε, και αναμένεται να παραμείνει και στο εγγύς μέλλον, η συμβολή των χαμηλότοκων δανείων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και των προγραμμάτων συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στη βελτίωση των όρων και της διαθεσιμότητας επιχειρηματικής και στεγαστικής πίστης.

Τραπεζικό σύστημα: Ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη

Οι ελληνικές τράπεζες καταγράφουν ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη, με βελτίωση της κερδοφορίας τους και διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας σε υψηλά επίπεδα. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε ελαφρά μέσα στο έτος για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, μειώνοντας περαιτέρω την απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) του 2025 επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες, ακόμη και στο δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο, διατηρούν επίπεδα ιδίων κεφαλαίων που υπερβαίνουν τις κανονιστικές απαιτήσεις και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Οι ισχυρές επιδόσεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτυπώνονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των τραπεζών από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, εξέλιξη που αντανακλά επίσης την ενίσχυση του πλαισίου μακροπροληπτικής εποπτείας και τις θετικές επιδράσεις από τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Η ενισχυμένη ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών δημιουργεί προϋποθέσεις για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και νέες συνεργασίες με τράπεζες του εξωτερικού και με άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.


Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα