Της Κατερίνα Τζωρτζινάκης-«Σκόπευα να γράψω για το θάνατο, αλλά παρενέβη η ζωή όπως πάντα». Πάντα παρεμβαίνει, Βιρτζίνια Γουλφ, ακόμα και όταν την κοιτάς από τη μεριά του θανάτου. Ακόμη κι αν είσαι στα μνήματα και μετράς βήματα.
Τα πρώτα που θυμάσαι είναι από ένα ξέχωμα. Έτσι, το έλεγαν στο χωριό. Είσαι μικρό. Σπασμένες μνήμες. Μια μεγάλη άσπρη μαξιλαροθήκη, ένα μπουκάλι κρασί, από το καλό, το παλιό, ένα κασελάκι… Μέχρι εκεί, εσύ τριγυρνάς, κοιτάς μαυρόασπρες φωτογραφίες στους τάφους, μαραμένα λουλούδια στα βάζα, τρέχεις στην πηγή, μπαίνεις στο ξωκλήσι, μαζεύεις βελανίδια ή μήπως χαρούπια. Δεν ξέρεις τι είναι ο θάνατος, κάνεις χάζι τον αμάραντο. Αν δεν ήσουν τόσο χωμάτινο, θα έβλεπες πράγματα. Ξωτικά και νεράιδες και παππούδες και κόρες και μάνες και κουδουνοφόρους τράγους στα κλαδιά και μαρμαρωμένα πουλιά. Έχει δροσιά. Τριγύρω βουνά.
Ο αέρας σπρώχνει την πόρτα του οστεοφυλάκιου. Κουτιά πολλά. Τι έχουν;
«Μην αγγίξεις». Είσαι μικρό. Αυτό ήταν, λοιπόν;
Αυτό είναι, όταν δεν υπάρχει παρελθόν. Η εκταφή ενός δικού σου ανθρώπου είναι αλλιώς. Όσοι το ‘χουν ζήσει, ξέρουν. Δεν είναι το μακάβριο που σε καταβάλλει. Ο οικείος, σε όποια μορφή, λες απονευρώνει το κρύο; «Αν έχεις χνώτα, θέλω σε, και μυρωδιά, αγαπώ σε, κι αν είσαι από τη μαύρη γη, μυριοπαρακαλώ σε»; Δεν είσαι ο Χίθκλιφ, που σκάβει τον τάφο της, για ν’ αγκαλιάσει το νεκρό κορμί της.
Πρέπει να είσαι εκεί. Να το δεις. Εντός σου να γραφτεί. Η πλύση, το κουτί, οι υπογραφές, το τρισάγιο, ο εργάτης, μια κυρία παραδίπλα που ρωτά «αγοράσατε τάφο ή…» Μυρίζεις λιβανιές.
Τόσες ιστορίες, διαφορετικές αντοχές. Του 48χρονου απεργού πείνας έχει σκιές κι απαντοχές. «Ζητώ να δοθεί άδεια εκταφής του παιδιού μου. Είμαι αποφασισμένος να φτάσω μέχρι τέλους».
Σταματώ. Φοβάμαι και να το πω, από το Κατά Ματθαίον να πιαστώ.
Αφήστε τους νεκρούς να ξεθάψουν τους νεκρούς τους…
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα