Το σύνολο των καταθέσεων των νοικοκυριών στο τέλος του Σεπτεμβρίου 2025 ήταν 151,18 δισ. ευρώ
Πέντε λόγους για τους οποίους οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών υπολείπονται αισθητά του επιπέδου στο οποίο βρέθηκαν τον Δεκέμβριο του 2009, λίγο πριν από ένταξη της χώρας στα μνημόνια, καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Παρά την ανοδική πορεία που εμφανίζουν οι καταθέσεις των νοικοκυριών από το 2017, η οποία επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια, το υπόλοιπο των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, όπως διαμορφώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι μειωμένο κατά 45,7 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2009.
Το σύνολο των καταθέσεων των νοικοκυριών στο τέλος του Σεπτεμβρίου 2025 ήταν 151,18 δισ. ευρώ, έναντι 196,96 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2009.
Ασφαλώς πρόκειται για ένα σημαντικό ποσό που φαίνεται να λείπει από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των νοικοκυριών, αλλά έχει την εξήγησή του, με τους λόγους να αναζητούνται στο διαθέσιμο εισόδημα, στο πραγματικό επιτόκιο, στην αναζήτηση άλλων επενδυτικών επιλογών, στη μείωση των δανείων προς τα νοικοκυριά, καθώς και στο δημογραφικό πρόβλημα και στη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας.
Αναλυτικότερα, στο πλαίσιο της σχετικής έρευνας της «Ν» για την αναζήτηση εξηγήσεων στο «έλλειμμα» των καταθέσεων κατά τα τελευταία 16 χρόνια, ο διευθυντής Τμήματος Οικονομικών Αναλύσεων και Ερευνών της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Χονδρογιάννης, επισημαίνει πως οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών ακολουθούσαν συνεχή ανοδική τάση μετά την είσοδο της Ελλάδος στη Ζώνη του Ευρώ.
Το υπόλοιπο των καταθέσεων αυτών έφτασε στο μέγιστο των 197 δισ. ευρώ στα τέλη του 2009.
Στη συνέχεια οι καταθέσεις των νοικοκυριών ακολούθησαν έντονα καθοδική πορεία λόγω εκροών από το τραπεζικό σύστημα ως αποτέλεσμα των εξάρσεων της αβεβαιότητας στο πλαίσιο των διαδοχικών κρίσεων που ακολούθησαν.
Από το 2017 και μετά, οι καταθέσεις των νοικοκυριών ακολουθούν γενικά ανοδική πορεία και τον Σεπτέμβριο του 2025 ανήλθαν σε 151 δισ. ευρώ, υπολείπονται δηλαδή ακόμα κατά 45 δισ. έναντι του 2009.
Επισημαίνει, δε, ότι, μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών καταθέσεων, το υπόλοιπο των καταθέσεων μίας ημέρας των νοικοκυριών διαμορφώνεται σημαντικά υψηλότερα έναντι του επιπέδου προ του 2009, ενώ εκείνο που υπολείπεται σημαντικά είναι το υπόλοιπο των καταθέσεων προθεσμίας, το οποίο σήμερα ανέρχεται μόλις στο 1/3 του επιπέδου του 2009, καταδεικνύοντας μία αυξημένη προτίμηση των νοικοκυριών για υψηλό βαθμό ρευστότητας των καταθέσεών τους κατά την τελευταία δεκαετία.
Οι πιθανές αιτίες
Αναφορικά με τις πιθανές αιτίες για το ότι το επίπεδο των συνολικών καταθέσεων των νοικοκυριών δεν έχει επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα, ο κ. Χονδρογιάννης σημειώνει τους ακόλουθους λόγους:
1.Μερική μόνο ανάκαμψη του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Tο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε από 176 δισ. ευρώ το 2009 σε 111 δισ. ευρώ το 2013, ενώ στη συνέχεια, μέχρι το 2024, αυξήθηκε σε 140 δισ. ευρώ, υπολείπεται δηλαδή ακόμα κατά 36 δισ. ευρώ του επιπέδου του 2009. Λόγω της θετικής σχέσης που υπάρχει μεταξύ ζήτησης χρήματος και του επιπέδου του εισοδήματος, η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι δικαιολογεί μείωση καταθέσεων συνολικά.
2. Αρνητική ροή τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά μέχρι πρόσφατα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που μεσολάβησε μετά το 2009 η καθαρή ροή των τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά, και κυρίως εκείνη των στεγαστικών δανείων, παρέμεινε αρνητική. Αυτό σημαίνει ότι κατά τα τελευταία 15 έτη τα νοικοκυριά προέβαιναν σε καθαρή αποπληρωμή, στεγαστικών κυρίως, δανείων της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία αποκλιμακώθηκε μόνο με πολύ αργό ρυθμό.
Ειδικότερα, η αρνητική καθαρή ροή δανείων προς τα νοικοκυριά ήταν εντονότερη το 2011 (-5 δισ. ευρώ έναντι θετικής ροής 19 δισ. ευρώ το 2007), μετριάστηκε σε 2 δισ. ευρώ τα έτη 2017-2019 και περαιτέρω σε -0,2 δισ. ευρώ το 2024, ενώ πολύ πρόσφατα, το 2025, έγινε ελαφρά θετική.
Στις σύγχρονες οικονομίες η δημιουργία χρήματος επιτελείται σε σημαντικό βαθμό μέσω του τραπεζικού τομέα. Η χορήγηση νέων δανείων δημιουργεί πρόσθετες καταθέσεις για τους δανειζόμενους και για τον λόγο αυτό υπάρχει μία ισχυρή θετική σχέση μεταξύ της εξέλιξης του χρήματος/τραπεζικών καταθέσεων και των τραπεζικών πιστώσεων σε μία οικονομία.
3. Το πραγματικό επιτόκιο καταθέσεων σε χαμηλά ή και αρνητικά επίπεδα.
Σε πραγματικούς όρους τα επιτόκια καταθέσεων προς τα νοικοκυριά διαμορφώνονται κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου από το 2017 και μετά σε μηδενικά ή και αρνητικά επίπεδα, αποθαρρύνοντας το κίνητρο των νοικοκυριών προς αποταμίευση και συρρικνώνοντας τα έσοδα/το εισόδημά τους από σημαντικό τμήμα του χαρτοφυλακίου τους.
Ειδικότερα, το πραγματικό επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως ένα έτος προς τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε σε -0,6% τον Σεπτέμβριο 2025 σε σχέση με 1,3% τον αντίστοιχο μήνα του 2009.
Υπενθυμίζεται ότι, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους, από τα μέσα του 2012 μέχρι τα μέσα του 2022, το γενικό επίπεδο των επιτοκίων ήταν πολύ χαμηλό και το επιτόκιο πολιτικής της ΕΚΤ (DFR), το οποίο κατευθύνει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια στις αγορές χρήματος, είχε διαμορφωθεί σε μηδενικά ή και αρνητικά επίπεδα.
Ωστόσο, κατά τον ανοδικό κύκλο των επιτοκίων πολιτικής (Ιούλιος 2022 – Σεπτέμβριος 2023), αλλά και μετέπειτα, κατά τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, που ξεκίνησε τον Ιούνιο 2024, η προσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων των νοικοκυριών υπήρξε πολύ περιορισμένη.
4. Υποκατάσταση καταθέσεων με άλλες τοποθετήσεις τα τελευταία έτη.
Πέραν του επιπέδου του εισοδήματος, η ζήτηση καταθέσεων από τα νοικοκυριά είναι επίσης θετική συνάρτηση του συνολικού τους πλούτου, ο οποίος σύμφωνα με τη θεωρία χαρτοφυλακίου κατανέμεται μεταξύ εναλλακτικών περιουσιακών στοιχείων με βάση την προσδοκώμενη απόδοση των στοιχείων αυτών.
Η αξία του συνολικού πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών υποχώρησε ελαφρά κατά 39 δισ. ευρώ στη διάρκεια της περιόδου μεταξύ γ’ τριμήνου 2009 και α’ τριμήνου 2025, οπότε διαμορφώθηκε σε περίπου σε 930 δισ. ευρώ, εξέλιξη που είναι επίσης συνεπής με μειωμένη ζήτηση καταθέσεων.
Κατά τον ανοδικό κύκλο των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ (Ιούλιος 2022-Σεπτέμβριος 2023, οπότε σημειώθηκε αύξηση επιτοκίων πολιτικής κατά 400 μ.β.), το κόστος ευκαιρίας από τη διακράτηση καταθέσεων κατέστη εξαιρετικά υψηλό και το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έναυσμα ώστε αποταμιευτές με πλεόνασμα ρευστότητας να αναζητήσουν άλλες αποταμιευτικές επιλογές με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου που προσέφεραν υψηλότερες αποδόσεις, όπως τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου και τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων.
Σύμφωνα με στοιχεία από τους χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς, την περίοδο από τα τέλη του 2009 μέχρι το β’ τρίμηνο του 2025, οι καθαρές τοποθετήσεις των νοικοκυριών σε μερίδια επενδυτικών οργανισμών και σε χρεόγραφα κεντρικής κυβέρνησης, κυρίως βραχυπρόθεσμα, αυξήθηκαν σημαντικά κατά 14 δισ. ευρώ και 4 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Η ενίσχυση των τοποθετήσεων αυτών έλαβε χώρα κατά κύριο λόγο από το 2021 και μετά και είναι ενδεικτική υποκατάστασης καταθέσεων με άλλα, μη καταθετικά περιουσιακά στοιχεία λόγω της καλύτερης σχέσης απόδοσης/κινδύνου που προσέφεραν.
5. Δημογραφικοί παράγοντες
Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία των καταθέσεων των νοικοκυριών σε πιο μακροπρόθεσμη βάση, έχουν να κάνουν με την επίδραση των δημογραφικών εξελίξεων στα κίνητρα των νοικοκυριών για αποταμίευση. Ένα σημαντικό κίνητρο έχει να κάνει με την αποταμίευση των ατόμων κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, ώστε να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωση κατά τη συνταξιοδότησή τους, όταν το εισόδημά τους θα είναι χαμηλότερο.
Συνεπώς η ηλικιακή δομή του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι πιθανό ότι επηρεάζει τις καταθέσεις και γενικότερα την αποταμιευτική συμπεριφορά των νοικοκυριών, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, o λόγος του πληθυσμού 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό 15-64 ετών βαίνει μακροχρόνια αυξανόμενος.
Καταθέσεις μη κατοίκων
Κατά την ίδια σύγκριση, μεταξύ Δεκεμβρίου 2009 και Σεπτεμβρίου 2025, οι καταθέσεις των μη κατοίκων Ζώνης του Ευρώ, από 32,25 δισ. μειώθηκαν κατά 21 δισ. ευρώ και σήμερα είναι στα 11,2 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η εξέταση των ετήσιων καθαρών ροών των καταθέσεων μη κατοίκων δείχνει ότι οι ροές αυτές ήταν υψηλές τα πρώτα έτη μετά την είσοδο της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ 2003-2007, ενώ επηρεάστηκαν έντονα αρνητικά κατά τις περιόδους της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009, της κρίσης χρέους 2011-2012 και μετέπειτα το 2015.
Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι το γενικό άνοιγμα της οικονομίας στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και τη χρηματοοικονομική καινοτομία τη δεκαετία του 2000 (π.χ. η ανάπτυξη των αγορών μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου και τιτλοποιήσεων) έδωσε ώθηση στις καταθέσεις μη κατοίκων στην Ελλάδα, αλλά στη συνέχεια οι συνθήκες αβεβαιότητας που επικράτησαν για πολλά έτη σε όλο τον κόσμο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers ανέκοψαν αυτές τις εισροές καταθέσεων.
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα









