Ως μέθοδος, ο διαλογισμός έχει μελετηθεί εκτενώς για τα νευρολογικά του οφέλη. Η συχνή πρακτική φαίνεται πως ενισχύει τη νευροπλαστικότητα, την ικανότητα δηλαδή του εγκεφάλου να δημιουργεί νέες συνδέσεις. Έρευνες έχουν επίσης τεκμηριώσει αυξημένη πυκνότητα φαιάς ουσίας σε περιοχές που σχετίζονται με την προσοχή, τη ρύθμιση των συναισθημάτων και την αυτογνωσία σε άτομα που ασκούν διαλογισμό μακροπρόθεσμα.
Ο διαλογισμός φαίνεται επίσης να μειώνει τη δραστηριότητα στο δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας, όπως δείχνει η έρευνα του καθηγητή, το σύστημα «περιπλάνησης του νου» του εγκεφάλου που είναι συχνά υπερδραστήριο σε καταστάσεις όπως η κατάθλιψη και το άγχος. Επιπλέον, οι πρακτικές διαλογισμού έχουν συνδεθεί με μειωμένους δείκτες φλεγμονής και οξειδωτικό στρες, που συμβάλλουν στην επιτάχυνση της γήρανσης του εγκεφάλου.
Όμως, το πιο αξιοσημείωτο, σύμφωνα με όσα αναφέρει, είναι ότι ο διαλογισμός φαίνεται να επηρεάζει τα τελομερή, τα προστατευτικά καλύμματα των χρωμοσωμάτων. Αρκετές μελέτες υποδεικνύουν ότι ο διαλογισμός μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση του μήκους των τελομερών, επιβραδύνοντας ενδεχομένως τις διαδικασίες κυτταρικής γήρανσης.
Η μελέτη του καθηγητή
Η έρευνα του Δρα Subramaniam δημοσιεύτηκε στο Mindfulness και διερεύνησε συμμετέχοντες που είχαν ολοκληρώσει το Samyama Sadhana, ένα εντατικό πρόγραμμα διαλογισμού που σχεδιάστηκε από τον Sadhguru και προσφέρεται μέσω του Ιδρύματος Isha. Πρόκειται για μια εντατική, οκταήμερη διαλογιστική διαδικασία, ένα βαθύ εσωτερικό πρόγραμμα σιωπής και διαλογισμού.
Μέσω ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος κατά τη διάρκεια του ύπνου, προκειμένου να εκτιμηθεί η ηλικία του εγκεφάλου, οι ερευνητές παρατήρησαν κάτι αξιοσημείωτο: όσοι είχαν ήδη αρκετή εμπειρία με την πρακτική του διαλογισμού, είχαν εγκεφάλους που φαινόταν να είναι περίπου 5,9 χρόνια νεότεροι από την χρονολογική τους ηλικία. Αυτό το εύρημα υποδηλώνει ότι η συχνή πρακτική του διαλογισμού μπορεί όχι μόνο να επιβραδύνει τη γήρανση του εγκεφάλου, αλλά και να την αντιστρέψει.
Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες στη μελέτη έδειξαν βελτιώσεις στην αρχιτεκτονική του ύπνου, ιδιαίτερα στις φάσεις του βαθιού ύπνου που είναι κρίσιμες για την ενοποίηση της μνήμης και την νευρική αποκατάσταση. Επίσης, παρουσίασαν βελτιωμένη γνωστική λειτουργία, αναφέροντας καλύτερη μνήμη και διανοητική διαύγεια, καθώς και μειωμένο αντιληπτό άγχος σε σύγκριση με όσους δεν ασκούσαν τον διαλογισμό.
Τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία του διαλογισμού, μια πρακτική που μπορεί να υιοθετηθεί σε κάθε ηλικία. Όπως σημειώνει ο καθηγητής, ο διαλογισμός μπορεί επίσης να βοηθήσει στη βελτίωση της προσοχής των νεότερων γενεών που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, καθώς όλες οι φλεγμονές στον εγκέφαλο ξεκινούν σε νεαρή ηλικία. Τελικά, η έρευνα αποτελεί παράδειγμα της σύγκλισης των αρχαίων παραδόσεων σοφίας και της σύγχρονης νευροεπιστήμης, καταλήγει.