Αρθρογραφία 08.12.2025, 15:58

Αντιπολίτευση υπό το μηδέν

Του Δημήτρη Γ. Παπαδοκωστόπουλου-Σήμερα, η Μεταπολίτευση του 1974 φαίνεται να τελειώνει, με τους μισούς ψηφοφόρους να απέχουν από τις κάλπες, καθώς τα πολιτικά κόμματα μοιάζουν απαξιωμένα, ενώ οι δρώντες πολιτικοί, στην πλειονότητά τους, δεν συγκινούν στα σοβαρά ούτε τους προσωπικούς ψηφοφόρους τους
Στη Μεταπολίτευση ξεχώρισαν δύο εμβληματικές προσωπικότητες: ο Κωσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, οι οποίοι έφτιαξαν νέα κόμματα, επιλέγοντας να αφήσουν στο παρελθόν τα κόμματα από τα οποία προέρχονταν.

Ο πρώτος από την ΕΡΕ και ο δεύτερος από την Ένωση Κέντρου, η οποία ως κόμμα συνέχισε και μετά το 1974, αλλά χωρίς ιδιαίτερη τύχη, καθώς γρήγορα απορροφήθηκε από το ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ. Της Μεταπολίτευσης εκείνης προηγήθηκε και μια εθνική καταστροφή, η οποία έκανε τους περισσότερους Έλληνες να διαισθανθούν ότι υπήρχε ανάγκη για εθνική συμφιλίωση, δηλαδή οι μισοί Έλληνες να αποδεχθούν τους άλλους μισούς ως ισότιμους.

Σήμερα, η Μεταπολίτευση του 1974 φαίνεται να τελειώνει, με τους μισούς ψηφοφόρους να απέχουν από τις κάλπες, καθώς τα πολιτικά κόμματα μοιάζουν απαξιωμένα, ενώ οι δρώντες πολιτικοί, στην πλειονότητά τους, δεν συγκινούν στα σοβαρά ούτε τους προσωπικούς ψηφοφόρους τους. Τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) βλέπουν τον κόσμο να τους γυρίζει την πλάτη, παρότι υπόσχονται λύσεις για τα πάντα. Η κοινωνία έχει καταλάβει ότι ελάχιστη αξία έχουν οι δεσμεύσεις τους, που αποτελούν κράμα λαϊκισμού και ευκαιριακών προτάσεων με στόχο να κερδηθούν ψήφοι.

Μόνο να σκεφτεί κάποιος το τι γίνεται στην Αθήνα όταν βρέξει δυνατά, αντιλαμβάνεται ότι η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα των όσων έγιναν ή δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, είτε από την κεντρική διοίκηση είτε από τους ΟΤΑ. Τα μπαζωμένα ρέματα, για παράδειγμα, σε όλη την Ελλάδα, κατά μια έννοια ήταν σημειολογικά η διαχρονική αντιπαροχή για τις ψήφους ή διαφορετικά η εξαγορά υποστήριξης γινόταν με τις αγροτικές επιδοτήσεις, τις οποίες οι δικοί μας τις έδιναν ως μπόνους, ενώ η πρόθεση της Ε.Ε. ήταν να γίνουν συγκεκριμένα πράγματα στον πρωτογενή τομέα.

Η αδυναμία της αντιπολίτευσης γίνεται ακόμα πιο κραυγαλέα, με δεδομένο ότι καταγράφεται σε χρόνο που η κυβέρνηση, εκτός από τα όσα μεγάλα και αρνητικά τη βαραίνουν, όπως οι υποκλοπές, τα Τέμπη, ο ΟΠΕΚΕΠΕ κ.λπ., βουλιάζει επιπλέον στην αναξιοπιστία, καθώς αδυνατεί να ελέγξει -για παράδειγμα- την εκτεταμένη ακρίβεια, παρά τις υποσχέσεις της και τα μέτρα που ανακοινώνει. Και ενώ στην αρχή έκανε λόγο για εισαγόμενη ακρίβεια (σαν να έχει αξία αυτό για τον Έλληνα, η αγοραστική δύναμη του οποίου είναι στον πάτο της Ε.Ε.), τώρα άλλαξε στάση και λέει ότι θα τελειώσει όταν αυξηθούν τα εισοδήματα των Ελλήνων… Δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις πετάει την μπάλα στην εξέδρα και προβάλλει εντυπωσιακά στατιστικά νούμερα που δεν αντιστοιχίζονται με τις ζωές των καθημερινών ανθρώπων.

Και όταν η οικονομία δεν πάει καλά, η δυσφορία είναι μεγάλη. Παρά τα επιδόματα και τις φορολογικές ελαφρύνσεις, η δυσαρέσκεια που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις είναι συντριπτική και ουδείς ξέρει πώς αυτό το κράμα απογοήτευσης και θυμού, το οποίο διακατέχει τους περισσότερους -εκτός κυκλωμάτων και κόλπων- Έλληνες, θα εκτονωθεί στις επόμενες εκλογές, στις οποίες θα πάμε σίγουρα με νέα κόμματα.

Πηγή: Ναυτεμπορική


Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα