Αρθρογραφία 14.11.2025, 11:28

Χρειαζόμαστε άλματα σε επενδύσεις, παραγωγικότητα και μεταρρυθμίσεις

Του Χαράλαμπου Γκότση-Η ασθενής παραγωγικότητα της οικονομίας μας αποτελεί βασικά και την αχίλλειο πτέρνα της

Ο δημόσιος διάλογος, με αντικείμενο το σημαντικότερο πρόβλημα που αφορά στη λειτουργία της οικονομίας μας, βρίσκεται σε ολομέτωπη εξέλιξη.

Δεν υπάρχει σχετική μελέτη, συνέδριο, ημερίδα ή και ειδική επιστημονική ανάλυση, που να μην επισημαίνεται η αναγκαιότητα για αλλαγή του υπάρχοντος παραγωγικού υποδείγματος της χώρας, παρά τις όποιες βελτιώσεις που αναμφίβολα εμφανίζονται στην πορεία ορισμένων επιμέρους δεικτών.

Τα θεμελιώδη μεγέθη για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας μας

Ποια είναι λοιπόν τα βασικά χαρακτηριστικά του υπό αμφισβήτηση και προς ριζικό μετασχηματισμό ή ακόμη και εκθεμελίωση, υποδείγματος της οικονομίας μας, τα οποία αποτελούν τις παθογένειες πολλών δεκαετιών; Μια ματιά στη σύνθεση του Ακαθάριστου Εθνικού μας Προϊόντος (ΑΕΠ), αρκεί για να διαπιστώσει κανείς, ότι η οικονομία στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια. Όλα ξεκινούν από την κυριαρχία της κατανάλωσης, η οποία αποτελεί και τη βασική συνιστώσα στο σχηματισμό του ΑΕΠ.

Με συμμετοχή πάνω από 70%, κατά την ΕΛΣΤΑΤ για το 2024 71,5% (!), η χώρα μας βρίσκεται στην αρνητική πρωτοπορία των χωρών της Ευρωζώνης, όπου ο Μ.Ο. του δείκτη διαμορφώθηκε στο 53%, δηλαδή 18,5 ολόκληρες μονάδες πάνω από αυτόν. Μάλιστα για να συντηρηθεί αυτό το καταναλωτικό επίπεδο, βοηθούντος και του πληθωρισμού, μειώνεται αντί να αυξάνεται η αποταμίευση (2024: -2,5%), η οποία αποτελεί και την απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων.

Οι επενδύσεις το ίδιο έτος πλησίασαν στο 16% του ΑΕΠ κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, καταγράφοντας σχετική πρόοδο, με την αρωγή βέβαια και των Ευρωπαϊκών Ταμείων, όμως υπολείπονται του Μ.Ο. της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκεται στο 21,2%, κάτι που κρίνεται επίσης ανεπαρκές για τη συμμετοχή της με αξιώσεις στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Την ίδια περίοδο ο εξωτερικός τομέας συνέβαλε αρνητικά, αφού το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών συνέχισε να παρουσιάζει επικίνδυνα ελλείμματα της τάξεως του 7% στο ποσό των 15,1 δις Ευρώ, με σοβαρή επιδείνωση μάλιστα του ισοζυγίου αγαθών. Αρνητική συμβολή εξάλλου στο ΑΕΠ είχε και ο κρατικός τομέας, όταν τα έσοδα (69,4 δις) ήταν υψηλότερα από τις δαπάνες (63,4 δις) κατά 6 δις Ευρώ.

Η συνεισφορά του κράτους στο ΑΕΠ είναι βέβαια πιο σύνθετη, αφού συμμετέχει σε πολλές δραστηριότητες έμμεσα, οι οποίες για να αξιολογηθούν χρειάζεται η εκπόνηση ειδικής μελέτης.

Με αυτά τα δεδομένα η οικονομία μας κινείται με μέτριες αποδόσεις, περί το 2% για το τρέχον έτος αλλά και για το 2026 με βάση όλες τις προβλέψεις, οι οποίες είναι μεν υψηλότερες προς το παρόν του ευρωπαϊκού μέσου όρου, δεν επαρκούν όμως για να καλύψουν το κενό σύγκλισης με την Ε.Ε., που εμφανίζεται επίσης με ανάπτυξη 1,1% το χρόνο.

Επιπλέον, με δεδομένο τις εκτιμήσεις όλων των διεθνών οργανισμών, αν η Ελλάδα συνεχίσει να ασκεί την ίδια οικονομική πολιτική, χωρίς γενναίες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, μετά το 2027 θα μετριασθούν οι δυνητικές επιδόσεις της και θα κινηθούμε γύρω από το 1-1,3%.

Αυτό για μια χώρα, η οποία απώλεσε κατά την περίοδο της οικονομικής της κρίσης το 25% του ΑΕΠ και προσπαθεί μετά από 15 χρόνια να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, το οποίο σε πραγματικούς όρους απέχει ακόμη κατά 15% εκείνου που εμφάνιζε το 2008 όταν ξεκίνησε η κρίση, δε μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό. Αυτό, ακόμη και χωρίς να λάβει κανείς υπόψη του τη στρεβλή αναδιανεμητική τάση των εισοδημάτων των τελευταίων χρόνων, όπου ευνοείται συνεχώς μια μικρή μερίδα του πληθυσμού εις βάρος των υπολοίπων που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία.

Άλλωστε, για να επιτευχθεί ο στόχος της αναπλήρωσης του εισοδηματικού κενού μέχρι το 2040 απαιτείται μεγέθυνση της τάξεως του 1,7% το χρόνο ή αντίστοιχα 1% περίπου πάνω από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για να μην περιμένουμε λοιπόν μέχρι το 2040, δηλαδή 32 ολόκληρα χρόνια μετά την είσοδο της χώρας στην κρίση, χρειαζόμαστε, όπως αναφέρεται και στην Έκθεση Πισσαρίδη πάνω από 3,5% ανάπτυξη το χρόνο, ενώ τώρα έχουμε μετά βίας 2% και αναμένουμε με βάση όλες τις προβλέψεις μετά το 2027 εξασθένηση προς το 1%. Στην ίδια έκθεση προβλεπόταν επίσης και ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 2,5%, ενώ απολογιστικά η βελτίωση που διαπιστώνουμε δεν υπερβαίνει το 1%.

Η ασθενής παραγωγικότητα της οικονομίας μας αποτελεί βασικά και την αχίλλειο πτέρνα της. Το επίπεδο της παραγωγικότητας, από την οποία εξαρτάται και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, προσδιορίζεται από το συνδυασμό των βασικών συντελεστών παραγωγής που είναι η εργασία και ο τεχνολογικός εξοπλισμός.

Η μικρή βελτίωση που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην αύξηση του όγκου εργασίας και λιγότερο στην ενσωμάτωση της τεχνολογίας, που αποτελεί και την καθοριστική συνιστώσα για το απαιτούμενο άλμα στη μεγέθυνση της οικονομίας.

Προς το παρόν όμως, το παραγόμενο προϊόν ανά απασχολούμενο ανέρχεται μόνο στο 70% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το ωριαίο προϊόν βρίσκεται ακόμη χαμηλότερα στο 55%, αφού οι Έλληνες είναι γνωστό, ότι εργάζονται περισσότερες ώρες σε σύγκριση με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους των άλλων χωρών.

Αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με επενδύσεις στην τεχνολογία, καινοτομία, παιδεία, έρευνα και ανάπτυξη

Το γεγονός, ότι η οικονομία μας παρουσιάζει αυτήν την ανεπαρκή ασθενική εικόνα δεν προέκυψε τυχαία. Είναι αποτέλεσμα, χωρίς αμφιβολία, αφενός συνειδητών βραχυπρόθεσμων επιλογών κερδοσκοπικού χαρακτήρα από τη δρώσα επιχειρηματικότητα, καθώς επίσης και της ανυπαρξίας ενός σχεδίου ανάταξης και βιώσιμης ανάπτυξης από την πλευρά του κράτους, μια «Ατζέντα 2035» για παράδειγμα.

Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι, τόσο οι διαθέσιμοι εθνικοί πόροι, όσο και εκείνοι που προέρχονται από τα διάφορα ευρωπαϊκά ταμεία, διοχετεύθηκαν σε επιχειρήσεις και τομείς μέτριας αποδοτικότητας, όπως ο τουρισμός, η οικοδομή, οι κάθε λογής εμπορικές δραστηριότητες, αλλά και στη χρηματοδότηση τρεχουσών αναγκών αρμοδιότητας του εθνικού προϋπολογισμού.

Οι τομείς αυτοί κατά βάση είναι εντάσεως εργασίας με χαμηλή συμμετοχή του τεχνολογικού και μηχανολογικού εξοπλισμού. Έτσι, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου βρίσκονται σήμερα κατά 25% κάτω από εκείνες του 2008, ενώ μετά βίας καλύπτουν το επίπεδο των αποσβέσεων, που σημαίνει ότι η παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας στην καλύτερη των περιπτώσεων παραμένει στάσιμη.

Ακόμη και η καθαρή αύξηση του αριθμού ίδρυσης νέων επιχειρήσεων το 2024 κατά 41.000, δε σηματοδοτεί κάποια μεταστροφή προς θετική κατεύθυνση για το επιχειρηματικό οικοσύστημα, αν λάβει κανείς υπόψη του, ότι μόνο το 4% αυτών αφορά σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταποίησης.

Υπάρχει συνεπώς ανάγκη, όχι μόνο αύξησης του όγκου των επενδύσεων, αλλά και κυρίως των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους. Απαιτείται άμεσα στροφή σε επενδύσεις στη μεταποίηση, στη γνώση, στην έρευνα, στην καινοτομία, στην τεχνολογία, στη ρομποτική, στην Τεχνητή Νοημοσύνη.

Επενδύσεις σε κλάδους μελλοντικά υποσχόμενους με ευοίωνες προοπτικές, όπως στην φαρμακοβιομηχανία, στις ΑΠΕ, στη χημική βιομηχανία, στην αμυντική βιομηχανία, στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, στην επεξεργασία τροφίμων, στα φυτικά καλλυντικά, στην τεχνολογία υγείας, στα logistics, καθώς και σε κάθε τομέα όπου επιβάλλεται η ενίσχυση της κεφαλαιακής και τεχνολογικής βάσης για την παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων με υψηλούς πολλαπλασιαστές.

Με άλλα λόγια, θα πρέπει να απομακρυνθούμε συνειδητά από το υπάρχον μοντέλο δομής της οικονομίας, όχι με παραμέληση του τουριστικού τομέα ή της οικοδομής, αλλά με προνομιακή μεταχείριση των προαναφερθέντων, οι οποίοι λόγω αυξημένης παραγωγικότητας προσφέρουν, όχι μόνο καλλίτερες αποδόσεις με προοπτική, αλλά και ικανοποιητικότερους μισθούς, που χρειάζεται η αγορά εργασίας, ώστε να σταματήσει ο εκπατρισμός των νέων μας, οι οποίοι αναγκάζονται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε άλλες χώρες και όχι στην πατρίδα τους.

Να επισημανθεί επίσης, ότι το κράτος μας, παρέλειψε να θεσμοθετήσει έναν ανεξάρτητο επιστημονικό φορέα, ο οποίος να επεξεργάζεται και να προτείνει μεσομακροπρόθεσμα προγράμματα με όραμα, στόχους, μέτρα, μέσα και φορείς, για παράδειγμα μια «Ατζέντα 2035» για την επόμενη δεκαετία.

Η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος με μετρήσιμους στόχους αποτελεί μια πυξίδα για τη διαχρονική δράση κυβερνήσεων και επιχειρήσεων, αλλά και ελέγχου της πιθανής ανεπάρκειά τους σε περίπτωση παρέκκλισης. Μία σημαντική προσπάθεια έγινε βέβαια με την Έκθεση Πισσαρίδη και ομάδας εγνωσμένου κύρους οικονομολόγων, η οποία, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί με συγκεκριμένες επιλογές, αποτελούσε μια πυξίδα με μετρήσιμους στόχους για την αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η μελέτη αυτή, αφού επικοινωνήθηκε επαρκώς για λόγους ευνόητους, στη συνέχεια κατέληξε στις καλένδες και στα αζήτητα, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για να υλοποιήσουμε το έλασσον που είναι η απορρόφηση των πόρων σε συνδυασμό βέβαια και με μια εκτεταμένη επιδοματική πολιτική.

Τι θα πρέπει λοιπόν να αλλάξει για να προσεγγίσουμε όχι μόνο το επίπεδο ευημερίας του 2008, αλλά και να συγκλίνουμε το ταχύτερο με εκείνο της Ευρωζώνης που ανήκουμε; Να σημειωθεί, ότι οι επιλογές και οι αποφάσεις του σήμερα είναι εκείνες που θα διαμορφώσουν τις συνθήκες διαβίωσης στην κοινωνία το εγγύς αλλά και το απώτερο μέλλον.

Επειδή, όπως είναι πλέον βέβαιο, ότι η μεγάλη ευκαιρία που μας προφέρθηκε με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, πέρασε χωρίς ιδιαίτερο αποτύπωμα στην παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας, μάλιστα εκφράζονται και φόβοι ακόμη και για την πλήρη απορρόφηση των πόρων (Βλ. ομιλία του Δ/ντος Συμβούλου της Eurobank στο 8ο Athens Investment Forum), είναι ανάγκη να αλλάξουμε τον τρόπο προσέγγισης στο σχεδιασμό της όποιας ευκαιρίας παρουσιάζεται για τη χώρα μας από εδώ και πέρα.

Αυτή την περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη ο σχεδιασμός του νέου Ευρωπαϊκού Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου για την περίοδο 2028-2034. Ο προϋπολογισμός κατά τις προτάσεις της Επιτροπής θα ανέλθει στα 1,98 τρισ. ευρώ, με στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας και αύξηση της ανταγωνιστικότητας, με τη διενέργεια επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι η έρευνα και η καινοτομία, η γρήγορη ψηφιακή μετάβαση καθώς και κάθε παρέμβαση στην κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης και της απόκτησης ικανότητας για την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων.

Για την Ελλάδα θα πρέπει το πάθημα της αποτυχίας του Ταμείου Ανάκαμψης να γίνει μάθημα και να σχεδιάσει από τώρα επενδύσεις για ουσιαστική αναβάθμιση των υποδομών, να ανακατανείμει πόρους ενισχύοντας τη γνώση, την έρευνα και την καινοτομία και να βελτιώσει με μια ριζική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού της, ώστε να μετριάσει τις απώλειες από τις επερχόμενες δραματικές δημογραφικές εξελίξεις.

*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Πηγή: Ναυτεμπορική


Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα