Από τον Οκτώβριο θα λειτουργούν στην Ελλάδα έξι (6) Νομικές Σχολές, αφού εκτός από τις τρείς Νομικές Σχολές (που ανήκουν στο Ελληνικό Κράτος) και λειτουργούν με επιτυχία επί δεκαετίες, θα προστεθούν στο πεδίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για πρώτη φορά και τρείς (3) άλλες ιδιωτικές Νομικές Σχολές.
Επειδή το θέμα αυτό συζητείται με έντονο πάθος στη δημόσια σφαίρα θα ήθελα εξαρχής να παρατηρήσω, ότι είναι ένα πολύ σύνθετο πρόβλημα και δεν προσφέρεται για «συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις» , αφού σε αυτές καταφεύγουν συνήθως -όπως υποστήριζε και ο Karl Popper- «όσοι δεν μπορούν να εξηγήσουν αιτιωδώς τον κόσμο».
Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να διατυπώσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις.
Και καταρχήν.
Έχει ανάγκη η «δικηγορική αγορά εργασίας» από τρείς επιπρόσθετες Νομικές Σχολές;
Αν λάβει κανείς υπόψη του αποκλειστικά τη «δικηγορική αγορά εργασίας» η απάντηση είναι αρνητική (όχι) ,αφού η δικηγορία ιδίως μετά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης έχει «μειωθεί» σημαντικά και ένα υπολογίσιμο ποσοστό των δικηγόρων τα «βγάζει πέρα» με 800 έως 1000 ευρώ το μήνα .
Εξάλλου έχουμε ήδη ένα μεγάλο αριθμό δικηγόρων (σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας μας).
Είναι ενδεικτικό έτσι , ότι η Ελλάδα με έντεκα περίπου εκατομμύρια κατοίκους είχε το 2022 50.000 δικηγόρους (!) , ενώ το Βέλγιο με τον ίδιο περίπου πληθυσμό είχε 18.000 δικηγόρους!
Από αυτήν την άποψη είναι σίγουρο , ότι η λειτουργία κάποιων νέων Νομικών Σχολών – είτε ιδιωτικών, είτε Δημόσιων- θα οδηγήσει στην αύξηση της ανεργίας ή της «υποαπασχόλησης» στο δικηγορικό κλάδο ( αφού θα απονέμονται πολλά περισσότερα πτυχία κάθε χρόνο και ο αριθμός των εισακτέων σε αυτές τις Σχολές, όχι μόνο δεν θα μειώνεται, αλλά θα αυξάνεται ).
Για το λόγο τούτο ακριβώς υπήρχε έντονη διαφωνία για την ίδρυση το 2019 και νέας (Δημόσιας) Νομικής Σχολής στην Πάτρα.
Υπό το πρίσμα τούτο είναι ενδεικτικό, ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί πτυχιούχοι της Νομικής στρέφονται, είτε προς το Δικαστικό ή Εισαγγελικό κλάδο (που έχει πάντως μικρές δυνατότητες απορρόφησης) είτε προς το συμβολαιογραφικό κλάδο, είτε σε άλλα πεδία ( δημόσια διοίκηση , δημοσιογραφία), αφού το δικηγορικό επάγγελμα είναι «υπερκορεσμένο».
Υπάρχει ένα αυτόνομο δικαίωμα στη νομική (ή γενικότερη) μόρφωση;
Ανεξάρτητα από το εάν ένας πτυχιούχος της Νομικής θα αντιμετωπίσει αργότερα μια κάκιστη ή εντελώς προβληματική κατάσταση , όταν δηλαδή θα προσπαθήσει ενδεχόμενα να ασκήσει δικηγορία;
Σίγουρα υφίσταται ένα αυτοτελές δικαίωμα στη γνώση, αφού όπως έλεγε και ο Άγγλος φιλόσοφος George Steinert η αγάπη για τη γνώση (libido sciendi) ενυπάρχει μέσα σε κάθε ανθρώπινο όν .
Μια σοβαρή Πολιτεία πάντως είναι απαραίτητο – στο επίπεδο του επαγγελματικού προσανατολισμού- να έχει ενημερώσει την κοινωνία και τους ενδιαφερόμενους ότι η είσοδος σε μια Νομική Σχολή δεν θα εγγυάται αργότερα και την εξασφάλιση μιας επιτυχημένης «επαγγελματικής ζωής», επειδή ακριβώς υπάρχει ένας απίστευτος «πληθωρισμός δικηγόρων» στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα, όμως, δεν υπάρχει ένας σοβαρά επεξεργασμένος «επαγγελματικός προσανατολισμός» (ως κρατική πολιτική) και έτσι οδηγούμαστε σε ένα φαύλο κύκλο.
Εξάλλου όλοι γνωρίζουν , ότι στον τόπο μας οι Πανεπιστημιακές Σχολές ιδρύονταν και ιδρύονται για να ενισχύσουν οικονομικά τις «τοπικές κοινωνίες» και όχι γιατί έχουν σταθμιστεί προηγουμένως οι ανάγκες της αγοράς εργασίας (ή γιατί υπάρχουν συγκεκριμένες επαγγελματικές ή ερευνητικές ανάγκες).
Έχει θεσμική και συνταγματική σημασία το γεγονός ότι οι τρείς καινούργιες Νομικές Σχολές οι οποίες θα λειτουργήσουν από τον Οκτώβριο δεν θα είναι κρατικές και θα έχουν δίδακτρα;
Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια. Κατά τη γνώμη μου θα ήταν θεσμικά και συνταγματικά ορθότερο να γίνει η τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και όχι να ενεργοποιηθεί η διαδικασία της ίδρυσης-βιαστικά θα έλεγα- μη κρατικών Πανεπιστημίων (μέσω του άρθρου 28 (του Συντάγματος).
Ούτως ή άλλως επίκεται συνταγματική αναθεώρηση κατά τη διάρκεια της επόμενης Βουλής.
Πάντως το Συμβούλιο Επικρατείας με πρόσφατη απόφασή του θεώρησε , ότι είναι συμβατή με το Σύνταγμα η ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων και με αυτή την εναλλακτική μεθοδολογία (δηλαδή μέσω του άρθρου 28).
Ωστόσο, στο σημείο τούτο θα επιθυμούσα να διατυπώσω την ακόλουθη γενικότερη παρατήρηση:
Όσοι διδάσκουμε σε κρατικά Πανεπιστήμια κατανοούμε -ιδίως μετά την οικονομική κρίση- ότι ο κρατικός τομέας αδυνατεί από μόνος του να στηρίξει την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ενδεικτικά σημειώνω , ότι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (που είναι ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης) ελάμβανε πριν από την οικονομική κρίση μια κρατική επιδότηση που πλησίαζε τα 50 εκατομμύρια ευρώ, ενώ σήμερα η κρατική επιδότηση αγγίζει -αν δεν κάνω λάθος- τα 12 εκατομμύρια!
Βεβαίως , καμία κυβέρνηση (οποιασδήποτε πολιτικής κατεύθυνσης) δεν θέλησε να «αυξήσει» τους οικονομικούς πόρους οι οποίοι διοχετεύονται για την παιδεία (ως ποσοστό του ΑΕΠ), που υπολείπονται κατά πολύ των οικονομικών πόρων οι οποίοι χορηγούνται για την παιδεία στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό το μέγεθος εξηγεί και τους χαμηλούς ή απαράδεκτους μισθούς που δίνονται για τους καθηγητές Πανεπιστημίου (και ευρύτερα για τους πνευματικούς ανθρώπους).
Ενόψει όλων αυτών είχα την άποψη, ότι θα έπρεπε να γίνουν πολύ προσεκτικά βήματα προς την κατεύθυνση της ίδρυσης και μη κρατικών Πανεπιστημίων.
Και στο σημείο αυτό ερχόμαστε στα πιο σημαντικά θέματα.
Με ποιες προϋποθέσεις θα εισάγονται οι υποψήφιοι στις τρείς καινούργιες ιδιωτικές Νομικές Σχολές ;
Στη Δημόσια Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης ένας μαθητής γίνεται φοιτητής , μόνο αν πετύχει στις πολύ δύσκολες Πανελλαδικές εξετάσεις . Υπάρχει δηλαδή ένα ισχυρό «φίλτρο αξιολόγησης» της μορφωτικής ικανότητας των παιδιών.
Αυτό το αυστηρό σύστημα αξιολόγησης διαθέτουν και τα καλά ιδιωτικά ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια (όπως είναι η ιδιωτική Νομική Σχολή Bucerius στο Αμβούργο της Γερμανίας).
Αντίθετα, στις τρείς καινούργιες ιδιωτικές Νομικές Σχολές της Ελλάδας οι υποψήφιοι θα γίνονται δεκτοί , εφόσον έχουν «πιάσει» την ελάχιστη Βάση Εισαγωγής , η οποία υπολογίζεται με ένα ειδικό τρόπο.
Εάν , δηλαδή, για την εισαγωγή στη Δημόσια Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης
χρειαζόταν ένας μαθητής το 2025 να «πιάσει» 17.280 μόρια , για την εισαγωγή στην αντίστοιχη ιδιωτική Νομική Σχολή θα χρειάζεται περίπου 13.000 μόρια.
Αυτό το μέγεθος είναι όντως προβληματικό κατά τη γνώμη μου , γιατί στις ανωτέρω ιδιωτικές Νομικές Σχολές θα εισάγονται τελικά οι μορφωτικά πιο αδύνατοι μαθητές , οι οποίοι είχαν την τύχη να είναι απόγονοι οικονομικά ευκατάστατων γονέων (που θα πληρώνουν τα δίδακτρα των 10.000 ευρώ κατά έτος τα οποία ζητούν οι επίμαχες Σχολές).
Υπό την έννοια τούτη η εκπαιδευτική διαδικασία θα διογκώνει ακόμη περισσότερο τις οικονομικές ανισότητες της κοινωνίας (αντί να τις μειώνει). Τη θέση αυτή , η οποία κατά την άποψή μου είναι ορθή, είχε υποστηρίξει και ο Αμερικανός φιλόσοφος Τζων Ρώλς στο περίφημο βιβλίο του Theory of Justice ( Θεωρία της Δικαιοσύνης), 1971.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα επιχείρημα το οποίο είναι απαραίτητο να το σταθμίσει κανείς , αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι. Τι λέει αυτό το επιχείρημα;
Οι μαθητές οι οποίοι δεν περνούσαν στις Δημόσιες Νομικές Σχολές της Ελλάδας μέχρι τώρα, πήγαιναν στις ιδιωτικές Νομικές Σχολές της Κύπρου (όπου πλήρωναν 8000 ευρώ δίδακτρα κάθε έτος).
Αυτή η «εκροή συναλλάγματος» και η μετάβαση στη Κύπρο με την ίδρυση των παραπάνω ιδιωτικών Σχολών πλέον αποτρέπεται.
Είναι μια παράμετρος την οποία, εγώ τουλάχιστον, λαμβάνω υπόψη στη συνολική παράθεση των απόψεων που ακούγονται. Τέλος υπάρχει και κάτι άλλο.
Το πρόγραμμα σπουδών
Αυτό είναι επίσης ένα πολύ σημαντικό ζήτημα και δυστυχώς κάτι δεν πάει καλά στο επίπεδο τούτο, αφού οι ανωτέρω Σχολές θα λειτουργήσουν τον Οκτώβριο και ακόμη δεν έχει γίνει πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών τους από την αρμόδια Ελληνική Αρχή.
Πάντως το περίγραμμα των μαθημάτων το οποίο έδωσαν στη δημοσιότητα οι παραπάνω Σχολές είναι έντονα ελλειμματικό. Τι εννοώ;
Στο μάθημα της Ποινικής Δικονομίας λ.χ. γίνεται αναφορά μόνο στο δίκαιο της απόδειξης (άρθρα 177 επ. του ΚΠΔ).
Αυτό είναι δογματικά αδιανόητο, γιατί είναι αδύνατο ένας φοιτητής να τελειώνει μια Νομική Σχολή και να μη γνωρίζει με ποιους τρόπους κινείται η ποινική δίωξη, πότε εκδίδεται ένα ένταλμα σύλληψης ή ένα ένταλμα προσωρινής κράτησης , τι είναι η καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα, με ποιους τρόπους παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο αρμόδιο δικαστήριο, με ποιο τρόπο λαμβάνει χώρα η ακροαματική διαδικασία και ποια είναι τα ένδικα μέσα.
Ας ελπίσουμε ότι η Αρμόδια Αρχή που θα διενεργήσει την πιστοποίηση των προγραμμάτων Σπουδών θα λάβει υπόψη της αυτές τις παρατηρήσεις .
Το συμπέρασμα;
Η Ελλάδα σίγουρα δεν έχει ανάγκη από έξι Νομικές Σχολές ( και η δικηγορική αγορά εργασίας αναμφίβολα θα περάσει ακόμη πιο δύσκολες στιγμές).
Σε κάθε περίπτωση οι Δημόσιες Νομικές Σχολές που δίνουν πτυχία μόνο εάν έχει περάσει κανείς τις εξετάσεις περίπου 50 μαθημάτων δεν έχουν να φοβούνται τίποτε , ούτε πρέπει να δαιμονοποιούν τις καινούργιες ιδιωτικές Σχολές.
Έχουν μια μεγάλη ιστορική διαδρομή και καθηγητές υψηλού κύρους!
Αυτό σημαίνει περαιτέρω, ότι η Πολιτεία δεν θα συνεχίσει να υποχρηματοδοτεί αδικαιολόγητα τα Δημόσια Πανεπιστήμια (τα οποία θα εξακολουθούν να είναι ο βασικός πυλώνας της πανεπιστημιακής παιδείας).
*Καλφέλης Γρηγόρης, Καθηγητής Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ
kalfelis@law.auth.gr