Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου – Η Ευρώπη ετοιμάζεται για πόλεμο. Ή, τουλάχιστον, δείχνει να προσπαθεί να δείξει ότι εάν είναι ο πόλεμος να χτυπήσει την πόρτα της, δεν θα είναι ανέτοιμη όπως τις προηγούμενες φορές.
Αυτό μοιάζει να είναι το κλίμα στην Ευρώπη μετά και την ομιλία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αποφασίσει μεγάλο πρόγραμμα ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας των κρατών-μελών, αρκετά κράτη – μέλη έχουν προσφερθεί να συμβάλουν σε μια δύναμη που θα αναπτυχθεί στην Ουκρανία ως εγγύηση ασφάλειας σε περίπτωση εκεχειρίας, άμεση ήταν η έκφραση αλληλεγγύης στην Πολωνία ύστερα από την κατάρριψη ρωσικών drones που βρέθηκαν να πετούν εντός του εθνικού εναέριου χώρου της Πολωνίας.
Ουσιαστικά, η Ρωσία αντιμετωπίζεται πλέον από αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ως μια άμεση απειλή, με προεξάρχουσες τις χώρες που προέρχονται από το πάλαι ποτέ «ανατολικό μπλοκ».
Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζει ως εάν για ένα μέρος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να θεωρούν ότι όλη αυτή η προετοιμασία για μια σύγκρουση με τη Ρωσία να αποτελεί και τον μοναδικό τρόπο ώστε η Ευρώπη να ξαναβρεί τη συνοχή και μια αίσθηση κοινού σκοπού, να πιστέψει ότι «βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας».
Βεβαίως, όπως συμβαίνει συχνά στη ζωή, όσο περισσότερο πιστεύεις ότι κάτι αποτελεί τη διέξοδο από τα προβλήματά σου (και όχι την επίλυσή τους) τόσο πιο πιθανό είναι τελικά τα προβλήματα να επιστρέψουν ακόμη πιο έντονα.
Λέγοντάς το αυτό δεν υποτιμώ τη σημασία του πολέμου στην Ουκρανία, ούτε παραβλέπω ότι η Ρωσία πήρε την πρωτοβουλία μιας παράνομης εισβολής και πολεμικής επιχείρησης και ότι χρειαζόταν να απαντηθεί και από την Ευρώπη αυτό.
Όμως, από την άλλη, η κρίση στην Ουκρανία έχει μεγαλύτερο βάθος και δεν αφορά μονοδιάστατα την επιθετικότητα της Ρωσίας, καθώς και εσωτερικά προβλήματα υπήρχαν στην Ουκρανία και σημαντική μερίδα του πληθυσμού, ιδίως στα ανατολικά, ήθελε καλύτερες σχέσεις με τη Ρωσία. Ευκαιρίες να λυθεί το ζήτημα με αυτονομία των ανατολικών περιοχών και εγγυήσεις ασφάλειας χάθηκαν. Η λογική ότι έπρεπε να ηττηθεί και να τιμωρηθεί με κάθε κόστος η Ρωσία, αντί να σταματήσει ο πόλεμος και ο βαρύς φόρος αίματος, οδήγησαν τη Δύση (άρα και την Ευρώπη) να χρηματοδοτεί και να παρατείνει τον πόλεμο και την αιματοχυσία.
Η Ρωσία σίγουρα πρέπει να πιεστεί να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο, τους όρους μιας ενδεχόμενης συνθήκης ειρήνης και βεβαίως να δώσει και αυτή εγγυήσεις ασφάλειας.
Ευθύνες για εγκλήματα πολέμου πρέπει να αναληφθούν από όλες τις πλευρές, όπως βεβαίως και η συμβολή στο κόστος της ανοικοδόμησης θα πρέπει να ζητηθεί.
Και βέβαια εκ των πραγμάτων οποιαδήποτε ειρήνη δεν μπορεί να έχει ως αφετηρία ότι απλώς θα γυρίσουμε στην κατάσταση πριν το 2022 ή πριν το 2014. Υπάρχουν μη αντιστρέψιμα δεδομένα ως προς το εδαφικό και άρα οποιαδήποτε ειρήνη θα περάσει μέσα από έναν συμβιβασμό όπου θα αναγνωριστούν οι πραγματικές αλλαγές συνόρων ως πλευρά μιας συνολικής ειρήνης.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να έχει αμυντική υποδομή ή να μην στηρίξει την αμυντική της βιομηχανία και να έχει αποτελεσματικότερες και συντονισμένες ένοπλες δυνάμεις;
Κάθε άλλο! Στη διεθνή σκακιέρα το ειδικό βάρος ενός συνασπισμού ή ακόμη και μιας χώρας έχει να κάνει και με τη στρατιωτική της ισχύ. Και η Ευρώπη για να είναι υπολογίσιμος πόλος πρέπει να έχει την ανάλογη ισχύ.
Αυτό, όμως, δεν μπορεί να σημαίνει μια πολεμοχαρή Ευρώπη. Μια Ευρώπη που επειδή δεν μπορεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη, να δει και να αναμετρηθεί με τα προβλήματά της, από τη στασιμότητα στην οικονομία και την πίεση στα δημοσιονομικά, μέχρι την αυξημένη ανασφάλεια των πολιτών και την άνοδο της ακροδεξιάς, αναζητά έναν εχθρό για να συσπειρωθεί.
Γιατί σε τελική ανάλυση η βασική απειλή για την Ευρώπη δεν είναι από έξω αλλά από μέσα: από την απόσταση ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους πολίτες, το βαθύ δημοκρατικό έλλειμμα, την κρίση του κοινωνικού κράτους, την απουσία πραγματικής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Πηγή: in.gr
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα