Όπως σημειώνει η Eurobank στην ανάλυση 7 Ημέρες Οικονομία
Η ελληνική οικονομία συνεχίζεται να υπεραποδίδει σε όρους ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, ωστόσο, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο του 2025 ήταν κατά 14,8% χαμηλότερο από τα υψηλά που σημειώθηκαν το β’ τρίμηνο 2007.
Όπως σημειώνει η Eurobank στην ανάλυση 7 Ημέρες Οικονομία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώνεται στο 70% της Ε.Ε., από 93% που ήταν το 2008, κάτι που σημαίνει ότι το ποιοτικό χαρακτηριστικό της υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να διατηρηθεί για πάρα πολλά χρόνια έτσι ώστε να μειωθεί σε έναν βαθμό το χάσμα αυτό.
Επιπλέον, η Eurobank τονίζει ότι η ελληνική ανάπτυξη εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση, γεγονός που παρεμποδίζει την αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης και άρα τη διαθεσιμότητα πόρων για επενδύσεις.
Αν και η συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης επιτρέπει την επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης πέριξ του 2% για το σύνολο του έτους, εντούτοις τονίζεται η ανάγκη βελτιστοποίησης της διάθεσης αυτών των πόρων σε χρήσεις που τονώνουν τον σχηματισμό κεφαλαίου, την παραγωγική και τεχνολογική ανασυγκρότηση της χώρας.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που θα επιτρέψουν τη συνέχιση υγιών ρυθμών ανάπτυξης και μετά τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η Eurobank, σύμφωνα και με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε το γ’ τρίμηνο 2025.
Ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης, ήτοι η ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), διαμορφώθηκε στο 0,6% σε τριμηνιαία βάση και στο 2,0% σε ετήσια βάση, από 0,4% και 1,6% αντίστοιχα το β’ τρίμηνο 2025.
Η διατήρηση ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης καθίσταται αναγκαία έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να ανακτήσει σταδιακά τις απώλειες της πολυετούς κρίσης χρέους σε όρους πραγματικού ΑΕΠ (-27,0% στον πυθμένα της κρίσης το 2013).
Εξίσου σημαντικό είναι να ενισχυθεί η ανθεκτικότητά της έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων (βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και αύξηση της εθνικής αποταμίευσης).
Συνεπώς, ο στόχος είναι διττός, τονίζουν οι οικονομολόγοι της τράπεζας, δηλαδή, πρώτον διατήρηση της ανάπτυξης, και δεύτερον, ενίσχυση της βιωσιμότητας του υποδείγματος μεγέθυνσης της οικονομίας.
Το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2025 ήταν χαμηλότερο από την κορυφή του β’ τριμήνου 2007 κατά 14,8%, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος σε τρέχουσες τιμές, ωθούμενο και από τις πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών, ξεπέρασε την κορυφή του γ’ τριμήνου 2008 κατά 3,5%.
Ως μέτρο ευημερίας μιας οικονομίας, αν και με αρκετές ατέλειες, πάντα επιλέγεται το πραγματικό ΑΕΠ, σημειώνει η Eurobank.
Υπό το πρίσμα της δαπάνης, η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2025 προήλθε κυρίως από τις συνιστώσες των επενδύσεων παγίων, των καθαρών εξαγωγών αγαθών και της ιδιωτικής κατανάλωσης και υπό το πρίσμα της παραγωγής, από τους τομείς των κατασκευών, των δημόσιων υπηρεσιών, της βιομηχανίας και των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων. Τέλος, σε επίπεδο 9μηνου (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2025), το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,0%, δηλαδή με έναν ρυθμό ελαφρώς χαμηλότερο από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕπ), του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγραμματισμού 2026-2029 για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2025 (2,1%, 2,1% και 2,2% αντίστοιχα).
Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης συνεχίστηκε το γ’ τρίμηνο 2025, έστω και με ηπιότερο ρυθμό σε σύγκριση με τα προηγούμενα τρίμηνα.
Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2025 ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της Ελλάδας ήταν ο 10ος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 και ο 7ος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Στην πρώτη θέση ήταν η Κύπρος με ανάπτυξη 3,5%, και ακολούθησαν: Πολωνία (3,5%), Βουλγαρία (3,4%), Μάλτα (3,2%), Κροατία (3,1%), Ισπανία (3,0%), Δανία (2,8%), Λιθουανία (2,8%), Τσεχία (2,6%), Ελλάδα (2,0%), Πορτογαλία (1,9%), Ολλανδία (1,9%), Σουηδία (1,8%), ΕΕ-27 (1,7%), Λετονία (1,6%), Ευρωζώνη (1,5%), Ρουμανία (1,4%), Βέλγιο (1,0%), Γαλλία (0,8%), Σλοβακία (0,8%), Σλοβενία (0,7%), Αυστρία (0,6%), Ιταλία (0,6%), Εσθονία (0,3%), Φινλανδία (0,3%), Γερμανία (0,3%) και Ουγγαρία (0,2%).
Όπως τονίζει η Eurobank, το ποιοτικό χαρακτηριστικό της υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας έναντι της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης θα πρέπει να διατηρηθεί για πάρα πολλά χρόνια έτσι ώστε να μειωθεί σε έναν βαθμό η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Βάσει των στοιχείων του 2024, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε στο 70% της ΕΕ-27 (από 93% το 2008).
Προσέγγιση δαπάνης στη μέτρηση του ΑΕΠ του γ’ τριμήνου 2025
Η σωρευμένη επίδραση του πληθωρισμού των τελευταίων ετών και η διατήρησή του σε επίπεδα σημαντικά πάνω από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2,9% τον Νοέμβριο ο εναρμονισμένος δείκτης, έναντι 2,2% στην ΕΖ20) συνέχισε να επιδρά αρνητικά στα διαθέσιμα εισοδήματα και την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Παρά ταύτα, η ανάπτυξη στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό για ένα ακόμη τρίμηνο στην ισχυρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, κατά 2,4% σε ετήσια βάση, η οποία συνεισέφερε 1,7 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Τη μεγαλύτερη πάντως ώθηση στο ΑΕΠ του γ’ τριμήνου έδωσε η έντονη ενίσχυση των επενδύσεων παγίων κατά 12,8% ετησίως (+1,07 δισ. ευρώ), συνεισφέροντας έτσι 2,1 π.μ. στην ετήσια ανάπτυξη.
Το 1/3 της ανόδου αυτής προήλθε από την αύξηση των άλλων κατασκευών (+353 εκατ. ευρώ ή +17,9% σε ετήσια βάση), λόγω και της προόδου του επενδυτικού προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), με τη συνεισφορά της κατασκευής κατοικιών να είναι ελαφρώς μικρότερη (+339 εκατ. ευρώ ή +25,4%) και του μεταφορικού εξοπλισμού να βρίσκεται στην 3η θέση (+187 εκατ. ή +28,0%).
Ο εξωτερικός τομέας είχε επίσης θετική συνεισφορά στην ετήσια ανάπτυξη (+ 2,4 π.μ.). Η ψαλίδα του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συνέχισε να κλείνει εκατέρωθεν, με τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να αυξάνονται κατά 1,7% σε ετήσια βάση και κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση, και τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να μειώνονται αντίστοιχα κατά 4,0% και 1,6%. Ωστόσο, η μείωση των εισαγωγών αγαθών (-5,0% ετησίως) προήλθε πρωτίστως από τη μείωση των τιμών του πετρελαίου, ενώ οι εισαγωγές των αγαθών πλην πετρελαίου συνέχισαν να αυξάνονται.
Αντίθετα, η μεταβολή των αποθεμάτων και οι λοιπές στατιστικές αποκλίσεις παρέμειναν σε αρνητικό έδαφος από την αρχή του 2025 –έναντι πολύ μεγάλων αυξήσεων το 2024– αφαιρώντας από την ετήσια ανάπτυξη 3,7 π.μ., σχεδόν το διπλάσιο του συνόλου.
Η πηγή αυτών των διακυμάνσεων παραμένει απροσδιόριστη, καθώς πρόκειται για ένα υπολειμματικό μέγεθος το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνο τη μεταβολή των φυσικών αποθεμάτων αγαθών, αλλά και ημιτελή επενδυτικά έργα (τα οποία μεταπίπτουν στις επενδύσεις παγίων όταν ολοκληρώνονται) αλλά και τυχόν αναντιστοιχίες στις μετρήσεις του ΑΕΠ ως δαπάνη και ως παραγωγή. Σε κάθε περίπτωση, η επιδιωκόμενη επιτάχυνση των έργων του ΤΑΑ, προκειμένου να μην χαθούν πόροι λόγω της λήξης του προγράμματος το 2026, αναμένεται να παρέχει στήριξη στις επενδύσεις τα επόμενα τρίμηνα.
Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει η ατμομηχανή της οικονομικής μεγέθυνσης και το 2025 βάσει των μέχρι στιγμής στοιχείων, συμβάλλοντας σχεδόν τις 1,8 π.μ. από 2,0 π.μ. της ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ.
Αυτό δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο: Από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους και μετά, η Ελλάδα είναι σταθερά η χώρα με την υψηλότερη δαπάνη για κατανάλωση στην ΕΕ27 αναλογικά με το μέγεθος της οικονομίας της, με το σχετικό μερίδιο να κυμαίνεται μεταξύ 67% και 71% του ΑΕΠ (69,2% το εννεάμηνο 2025).
Θετικό είναι πάντως ότι οι καθαρές εξαγωγές σημείωσαν δυναμική ανάκαμψη στο ενιάμηνο του 2025, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη συμβολή τους στην αύξηση του ΑΕΠ ενιαμήνου (+1,1 π.μ.) από το 2012, με εξαίρεση το «πανδημικό» έτος 2020.
Ενθαρρυντική είναι και ανάκαμψη των επενδύσεων (+1,1 π.μ.), η οποία όμως θα πρέπει να ισχυροποιηθεί και να διατηρηθεί για να έχει θετικό αποτύπωμα στην παραγωγικότητα και τα εισοδήματα μεσοπρόθεσμα.
Οι επενδύσεις
Πράγματι, στη γενικότερη εικόνα, η παρατηρηθείσα σημαντική ενίσχυση των επενδυτικών δαπανών την τελευταία πενταετία, στο 16% του ΑΕΠ το 2024 από τον πυθμένα του 11% το 2019, είναι μια πολύ θετική εξέλιξη, σημειώνει η Eurobank. Σημαντική συμβολή στην αύξηση αυτή είχαν οι ευρωπαϊκοί επενδυτικοί πόροι, ειδικότερα μέσω του ΤΑΑ αλλά και του ΕΣΠΑ.
Η τάση αυτή συνεχίζεται, αν και με φθίνοντα ρυθμό, με τις επενδύσεις να αυξάνονται στο 16,2% του ΑΕΠ το ενιάμηνο του 2025 από το 15,9% την αντίστοιχη περίοδο του 2024.
Αυτό όμως δεν θα πρέπει να αποτελεί λόγο για εφησυχασμό, ιδίως εν όψει της ολοκλήρωσης των επενδύσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Aνθεκτικότητας μέσα στο 2026. Η Ελλάδα παραμένει η χώρα της ΕΕ27 με το δεύτερο χαμηλότερο μερίδιο του ΑΕΠ που κατευθύνεται σε επενδύσεις, υπολειπόμενη σημαντικά του αντίστοιχου της ΕΖ20 (21,2% το ενιάμηνο 2025) και της ΕΕ27 (21,3%).
Καθώς το κεφάλαιο ανά εργαζόμενο αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες της παραγωγικότητας της εργασίας, καθίσταται πρόδηλη η σημασία της περαιτέρω ενίσχυσης των επενδύσεων.
Το πλήγμα που επέφερε στο φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας –τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά– μία δεκαετία κρίσεων και υποεπένδυσης, δεν έχει ακόμα επουλωθεί. Η συνακόλουθη μείωση της παραγωγικότητας κατά την περίοδο αυτή (από επίπεδα που ήδη υπολείπονταν των αντίστοιχων ευρωπαϊκών), σε συνδυασμό με το μη ισορροπημένο, στρεβλό και άκαμπτο μοντέλο βάσει του οποίου λειτουργεί η ελληνική οικονομία, έχουν διατηρήσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους.
Τα οφέλη που προήλθαν από τα προγράμματα προσαρμογής και τα οποία αφορούσαν κυρίως μείωση του κόστους παρά βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας από διαρθρωτική βάση, έχουν αρχίσει να υφίστανται πιέσεις.
Αυτό αντανακλάται στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών, το οποίο σταθερά μεταφέρει ένα σημαντικό τμήμα του εισοδήματος που παράγεται στη χώρα στο εξωτερικό, μειώνοντας έτσι το ελληνικό ΑΕΠ.
Στο εννεάμηνο του 2025 η αξία του ελλείμματος αυτού υπολογίζεται στα 25 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 13,5% του ΑΕΠ.
Συνεπώς η αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ σε ποσοστά υψηλότερα από τα αντίστοιχα της ΕΕ27 και της ΕΖ20 αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας και την επίτευξη της σύγκλισης των πραγματικών εισοδημάτων.
Παραγωγικότητα της εργασίας
Βάσει των εποχικά διορθωμένων στοιχείων των εθνικών λογαριασμών, το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο, δηλαδή η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους απασχολούμενων ατόμων, σημείωσε αύξηση το γ’ τρίμηνο 2025 κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,0% σε ετήσια βάση.
Την ίδια περίοδο, το πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, δηλαδή η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ωρών εργασίας, ενισχύθηκε κατά 2,2% σε τριμηνιαία βάση και κατά 2,5% σε ετήσια βάση. Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2025, το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο κατέγραψε ετήσια αύξηση κατά 1,2% και το πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας κινήθηκε ανοδικά κατά 3,1%.
Δεδομένων των τρεχουσών αρνητικών δημογραφικών τάσεων της Ελλάδας και των περιορισμών σε ό,τι αφορά την περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας και την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας (μεταρρυθμίσεις και παραγωγικές επενδύσεις) καθίσταται επιβεβλημένη έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς και τα επόμενα χρόνια.
Το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2025 ήταν χαμηλότερο από την κορυφή του β’ τριμήνου 2007 κατά 21,7% (κατά 15,0% σε όρους ωρών εργασίας).
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα









