Αρθρογραφία 24.12.2025, 11:29

Η Ελλάδα και το «μεγάλο παιχνίδι» στη Μ. Ανατολή

Του Μιχάλη Ψύλου-«Αλλο στρατηγική σχέση, άλλο η στρατιωτική συμμαχία» λέει στη Ναυτεμπορική πολύπειρος βετεράνος διπλωμάτης

Με διελκυστίνδα ανάμεσα σε χώρες και δυνάμεις με διαφορετικά συμφέροντα θυμίζει όλο και περισσότερο ηΑνατολική Μεσόγειος. Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ προσπαθούν να διαμορφώσουν μια «συμμαχία» με προφανή στόχο τη δημιουργία μετώπου ενάντια στις αναθεωρητικές επιδιώξεις της Τουρκίας στην περιοχή.

Την ίδια ώρα, η Αγκυρα πάντως, ενισχύει τις σχέσεις της με την Αίγυπτο, αλλά και με τις δύο εμπόλεμες πλευρές στη Λιβύη. Το τουρκικό κοινοβούλιο αποφάσισε μάλιστα να παρατείνει ως το 2028 την παραμονή της στρατιωτικής δύναμης της Αγκυρας στη Λιβύη. Αξιοσημείωτο είναι ότι για την διευθέτηση των λεπτομερειών αυτής της απόφασης είχε μεταβεί στην Αγκυρα ο αρχηγός του στρατού της Λιβύης, στρατηγός αλ Χαντάντ που σκοτώθηκε μαζί με άλλα 7 άτομα κατά τη συντριβή του μισθωμένου Μαλτέζικου Falcon, λίγα λεπτά μετά την απογειωσή του.

Στο αμφίρροπο και δύσκολο παζλ στην περιοχή έρχεται να προστεθεί και η επικείμενη συνάντηση στο Μαιάμι του ειδικού απεσταλμένου του προέδρου Τραμπ και για τη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ, με ανώτερους αξιωματούχους από την Αίγυπτο, την Τουρκία και το Κατάρ για να συζητήσουν τα επόμενα βήματα στη Γάζα,όπως γράφει η Jerusalem Post. Η ισραηλινή εφημερίδα τονίζει μάλιστα ότι «η συμπερίληψη αυτή αντανακλά την άποψη της Ουάσιγκτον ότι η Τουρκία παραμένει ένας απαραίτητος περιφερειακός παράγοντας, ακόμη και όταν το Ισραήλ συνεχίζει να βλέπει την Άγκυρα με βαθιά καχυποψία».

Σύμφωνα με την Jerusalem Post, «μετά τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, οι Αμερικανοί και Ισραηλινοί αξιωματούχοι αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο ως προς τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούν τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας. Μια μετατόπιση που έχει γίνει πιο ορατή καθώς η Αίγυπτος και η Τουρκία εμβαθύνουν τον στρατιωτικό συντονισμό τους μετά από χρόνια αποξένωσης».

Αυξανόμενο χάσμα ΗΠΑ – Ισραήλ

Η ισραηλινή εφημερίδα που δεν ασκεί αντιπολίτευση στον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, κάνει πάντως λόγο για «ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ. Ενώ η Ουάσινγκτον έχει επιδιώξει να διευρύνει τον κύκλο των περιφερειακών εταίρων που εμπλέκονται στη διαχείριση της μεταπολεμικής φάσης, η Ιερουσαλήμ έχει πιέσει να κρατήσει την Τουρκία εκτός οποιουδήποτε πλαισίου που θα μπορούσε να διαμορφώσει τη μελλοντική τάξη ασφαλείας της Γάζας», τονίζει η Jerusalem Post.

Σημειώνει μάλιστα ότι «Ισραηλινοί αξιωματούχοι βλέπουν την ίδια διαδικασία ως διάβρωση των άτυπων ορίων που κάποτε περιόριζαν την επιρροή της Άγκυρας».

«Μετά τον πόλεμο της Γάζας, οι απόψεις των ΗΠΑ και του Ισραήλ αποκλίνουν πολύ περισσότερο για την Τουρκία παρά για την Αίγυπτο», εκτιμά ο καθηγητής Τσακ Φράιλιτς, ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας και πρώην αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας στον Λευκό Οίκο . «Για την Ουάσινγκτον, η Τουρκία παραμένει σύμμαχος. Το Ισραήλ, ωστόσο, βλέπει την Τουρκία ως εχθρικό κράτος και προσπαθεί να την κρατήσει μακριά από τη Γάζα και έξω από τις υποθέσεις ασφαλείας γενικότερα», τονίζει ο Φράιλιτς.

Η τριμερής Ισραήλ – Ελλάδας – Κύπρου

Στο πλαίσιο αυτό διεξήχθη και 10η Τριμερής Σύνοδος Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ. Μια σύνοδος που συγκάλεσε ο Νετανιάχου για να ενισχύσει άλλωστε και τη δική του θέση στο «μεγάλο παιγνίδι» που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός διαβεβαίωσε μάλιστα ότι κατά την επικείμενη, 5η συνάντηση του με τον πρόεδρο Τραμπ θα εξηγήσει ότι έχοντας μαζί της η Αμερική το Ισραήλ, την Ελλάδα, την Κύπρο και τους Κούρδους, ελέγχει το σύνολο της Μεσογείου και μεγάλο κομμάτι της Μέσης Ανατολής.

Αυτές είναι οι επιδιώξεις του Νετανιάχου. Οπως και να ενισχύσει την προσωπική πολιτική του θέση στο εσωτερικό του Ισραήλ.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, ακόμη κι αν λάβει χάρη από τον πρόεδρο Χέρτσογκ για τις υποθέσεις διαφθοράς που κατηγορείται, βλέπει τη δημοτικότητά του να γκρεμίζεται, με το Ισραήλ να έχει μπει άλλωστε, σε προεκλογική περίοδο.

Τι επιδιώκει η Αθήνα;

Αναμφίβολα, η Ελλάδα και το Ισραήλ έχουν κάθε λόγο να διατηρούν και να ενισχύουν μια στρατηγική σχέση. Η συνεργασία σε τομείς όπως η ενέργεια, η τεχνολογία, η άμυνα, η πολιτική προστασία και η καινοτομία έχει αποφέρει συγκεκριμένα οφέλη και στις δύο χώρες. Πρόκειται για μια σχέση βασισμένη στη σύγκλιση συμφερόντων και όχι σε δεσμεύσεις αμοιβαίας στρατιωτικής εμπλοκής.

«Αλλο στρατηγική σχέση, άλλο η στρατιωτική συμμαχία» λέει στη Ναυτεμπορική πολύπειρος βετεράνος διπλωμάτης, που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Στον δημόσιο διάλογο συγχέονται συχνά δύο έννοιες που στη διπλωματία έχουν σαφές και διαφορετικό περιεχόμενο: η στρατηγική σχέση και η συμμαχία. Η στρατηγική σχέση αφορά συνεργασία, συντονισμό πολιτικών, κοινά έργα και αμοιβαίο όφελος. Η συμμαχία όμως προϋποθέτει κάτι πολύ πιο βαρύ: κοινή απειλή και άρα την ύπαρξη κοινού εχθρού. Αυτή η διάκριση δεν είναι θεωρητική. Είναι βαθιά πολιτική και απολύτως πρακτική».

Η συμμαχία, από τη φύση της, απαιτεί κοινή ανάγνωση απειλών και κοινή στάση απέναντι σε τρίτους. Σε μια περιοχή τόσο εύθραυστη όσο η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή, μια τέτοια επιλογή δεν είναι ουδέτερη. Δημιουργεί γραμμές αντιπαράθεσης, εγκλωβίζει χώρες σε συγκρούσεις που δεν είναι δικές τους και περιορίζει επικίνδυνα τη διπλωματική τους ευελιξία.

Άκριτη ταύτιση

Σήμερα, η ταύτιση με την παρούσα ισραηλινή ηγεσία εγείρει σοβαρά πολιτικά και στρατηγικά ερωτήματα. Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου αμφισβητείται ανοιχτά από την πλειονότητα της ισραηλινής κοινωνίας και αποτελεί βαθιά πολωτικό πρόσωπο στη διεθνή σκηνή.

Η άκριτη ταύτιση με μια συγκεκριμένη κυβέρνηση και μάλιστα σε περίοδο εσωτερικής κρίσης και διεθνούς απομόνωσης δεν συνιστά συνετή στρατηγική επιλογή για την Ελλάδα. Αντιθέτως, μεσοπρόθεσμα ενδέχεται να προκαλέσει πολιτικό κόστος, διπλωματικές τριβές και απώλεια αξιοπιστίας σε άλλα κρίσιμα γεωπολιτικά μέτωπα.

«Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να έχει διάρκεια, συνέπεια και θεσμικό βάθος. Δεν μπορεί να εξαρτάται από πρόσωπα ούτε από τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες τρίτων χωρών. Η Ελλάδα ιστορικά λειτούργησε ως δύναμη διαλόγου, σταθερότητας και γέφυρας, όχι ως μέρος στρατιωτικών αξόνων που οξύνουν τις εντάσεις», τονίζει η ίδια πηγή και προσθέτει: «Πέραν της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, η οποία πλέον τέμνεται και με την τουρκοϊσραηλινή εχθρότητα, τίθεται ένα κρίσιμο και συστηματικά αποσιωπημένο ερώτημα: πώς αντιλαμβάνονται αυτή τη λεγόμενη συμμαχία οι αραβικές χώρες, οι οποίες εξακολουθούν να θεωρούν το Ισραήλ εχθρική χώρα ή, στην καλύτερη περίπτωση, έναν αναγκαστικό και ασταθή συνομιλητή; Πώς επηρεάζει αυτή η επιλογή τις παραδοσιακές σχέσεις της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο, σχέσεις ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές, που οικοδομήθηκαν διαχρονικά πάνω στην ισορροπία, στον σεβασμό και στον διάλογο;».

Ελληνοτουρκικός διάλογος

Την ίδια ώρα πολλοί διερωτώνται ποια επίδραση θα έχουν αυτές οι εξελίξεις στον έλληνα-τουρκικό διάλογο. Και οι δύο πλευρές έχουν εκκινήσει τις διαδικασίες για να λάβουν χώρα οι συναντήσεις για την Θετική Ατζέντα και τον Πολιτικό Διάλογο, περί τα μέσα του Ιανουαρίου. Αναζητούνται επίσης ημερομηνίες για τη συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη – Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αγκυρα ,το πρώτο τρίμηνο του 2026, όπως είχε ανακοινώσει πρόσφατα ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και η εμπλοκή της Κύπρου σε μια λογική στρατιωτικής σύμπραξης.

Η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη διπλωματική επίλυση του Κυπριακού σε σχήματα αποτροπής κινδυνεύει να οδηγήσει το ζήτημα στις καλένδες. Ταυτόχρονα παγιώνει ένα κλίμα αντιπαράθεσης στην Ανατολική Μεσόγειο, καθιστώντας ακόμη δυσκολότερη την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μέσω διαλόγου και διεθνούς δικαίου.

Ελληνες στρατιώτες στη Μέση Ανατολή;

«Τίθεται επίσης το ερώτημα που κανείς δεν θέλει να απαντήσει καθαρά. Αν το αδιανόητο συμβεί, ποιος θα πολεμήσει στο πλευρό ποιανού; Θα δούμε Ισραηλινούς στρατιώτες να μάχονται στο πλευρό των Ελλήνων σε ένα ελληνοτουρκικό μέτωπο ή, αντιθέτως, Έλληνες στρατιώτες να εμπλέκονται στη Μέση Ανατολή στο πλευρό του Ισραήλ απέναντι στους Άραβες, στους Ιρανούς και στους Παλαιστινίους;» διερωτάται ο πολύπειρος διπλωμάτης.

Αν η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι ασαφής, τότε το πρόβλημα δεν είναι επικοινωνιακό αλλά βαθιά στρατηγικό. Οι διεθνείς σχέσεις δεν οικοδομούνται με συμβολισμούς, φωτογραφίες και δηλώσεις καλής θέλησης. Οικοδομούνται με καθαρή αντίληψη κινδύνων, κόστους και συνεπειών.

Η στρατηγική σχέση Ελλάδας και Ισραήλ μπορεί και πρέπει να συνεχιστεί. Η μετατροπή της όμως σε συμμαχία, χωρίς ξεκάθαρο λόγο, χωρίς εθνική συναίνεση και χωρίς στρατηγικό βάθος, δεν ενισχύει την ασφάλεια της χώρας. Την εκθέτει…


Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα