Style 07.06.2024, 8:48

Μαρίνα Σάττι: «Αν θεωρούν ότι είμαι στη low κουλτούρα χαίρομαι, μακάρι να είμαι»

Μετά την εμφάνιση της στην Eurovision -για την οποία άκουσε πολλά- και ένα άλμπουμ που σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, η Μαρίνα Σάττι δίνει την πρώτη της συνέντευξη και είναι χειμαρρώδης.

Οδός Βουλής, δύο το μεσημέρι. Κατεβαίνοντας η Μαρίνα απ’ το ταξί, καταλαβαίνεις ότι είναι πλέον ένα πρόσωπο που αναγνωρίζουν όλοι, η κυρία που περιμένει έξω από το φαρμακείο, οι τουρίστες που περνάνε απ’ τον δρόμο, η παρέα των πιτσιρικάδων που τη φωτογραφίζουν με το κινητό, ο ποδηλάτης που παραλίγο να συγκρουστεί με το ταξί. Ανεβαίνοντας στον χώρο των γραφείων, όσοι έχουν παιδιά κάνουν ουρά για ένα αυτόγραφο και να βγάλουν μια φωτογραφία μαζί της, γιατί τη Μαρίνα τη λατρεύουν τα παιδιά. Δεν σχολιάζει πολλά για τη Eurovision, ωστόσο ήταν μια «από τις πιο ωραίες εμπειρίες που έχει ζήσει στη ζωή της», απ’ την οποία βγήκε πιο δυνατή από ποτέ: η δημοτικότητά της είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη, δημιουργικά βρίσκεται στην καλύτερή της περίοδο μέχρι τώρα, ο δίσκος της σκίζει, ετοιμάζεται για δύο βραδιές στην Τεχνόπολη με κοινό που τη λατρεύει. Είναι ενθουσιασμένη με την τεράστια αποδοχή, τα νούμερα που κάνει στο Spotify και τα απανωτά ρεκόρ, αλλά πιο πολύ με αυτό το κύμα αγάπης που εξαπλώνεται και εκτός Ελλάδας. «Αυτό που έχω νιώσει ως διαφορά είναι ότι πριν έβγαινα στον δρόμο και οι συνομήλικοί μου, ή παιδιά μικρά και μεγάλα, ή οι άνθρωποι που ασχολούνταν με τη μουσική με ήξεραν, ενώ τώρα μπαίνω στο ταξί και ο οδηγός, ένας κύριος 65 χρονών περίπου, μου λέει “μα η Μαρίνα είσαι;”. Είναι πολύ ωραίο», λέει.

«Είναι υπαρξιακό το θέμα. Η μουσική είναι ένα αποτέλεσμα, για μένα αυτή η δουλειά είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης. Όταν έχω μεγαλώσει με την πεποίθηση ότι το να βάλεις μια κοντή φούστα σε καθιστά κάτι συγκεκριμένο, αυτό θα με επηρεάσει σε όλες τις πτυχές της ζωής μου, όχι μόνο το πώς ντύνομαι, το πώς συνυπάρχω με τα αγόρια, το τι θεωρώ πρέπον και τι όχι, τι μουσική θα φτιάξω, το αν θα περπατάω με λυμένα κορδόνια και θα τα σέρνω στο πάτωμα, το τι κάνει και τι δεν κάνει μια καλή κοπέλα. Αυτό ήταν το βασικό μου new year’s resolution πέρσι, πριν βγάλω το TUCUTUM: θέλω και να μπορώ να μιλήσω σοβαρά όταν έρχεται η ώρα να είμαι σοβαρή, και να μπορώ να κάνω πλάκα, και να μπορώ να είμαι στην ηλικία που είμαι και να παλιμπαιδίσω χωρίς να με πουν ανώριμη, να μπορώ στην ηλικία που είμαι να κάνω και dance μουσική, με άλλα λόγια να κάνω ό,τι θέλω. Ο καθένας πρέπει να κάνει ό,τι γουστάρει. Κι άμα μου ’ρθει να πω για τη θάλασσα να πω για τη θάλασσα, ό,τι νιώθω. Θέλω ελευθερία. Αυτό που υπάρχει στα σαλόνια των διανοούμενων, κάτι που να είναι λυρικό, ατμοσφαιρικό, να μιλάμε σιγά και αργά, να έχει χαμηλό φωτισμό, μία ποιητικότητα, κεριά, δεν είναι τέχνη· μπορεί να είναι κι αυτό, αλλά τέχνη είναι η ζωή.

Μου αρέσει ο Οικονομίδης. Είχα πάει πέρσι στο Σπιρτόκουτο, στην παράσταση. Είδαμε την πρεμιέρα και βγαίνοντας συζητούσαμε. Μου είπε κάποιος “μα δεν μπορώ τις τόσες βρισιές” και του απάντησα “συγγνώμη, απ’ όλη αυτή την παράσταση αυτό σου έμεινε, οι βρισιές; Όλο το από πίσω, το κοινωνικό, δεν σήμαινε τίποτα για σένα;”. Αυτό είναι που με προσελκύει σε αυτό που κάνω τελευταία, το από πίσω, γι’ αυτό και έχω και τρελαθεί και θέλω να γίνω τραγουδίστρια. Θυμάσαι πόσα χρόνια σου έλεγα ότι “δεν είμαι τραγουδίστρια”; Αυτό το πράγμα για μένα είναι πιο πολύ κοινωνικό και ανθρώπινο και τυχαίνει να είναι μουσικό, γιατί αυτήν τη γλώσσα ξέρω να μιλάω, αυτό έχω μελετήσει. Ό,τι κάνω πλέον είναι τελείως κοινωνικό και έχει τρομερό ενδιαφέρον, έχει φύγει από το τόσο προσωποκεντρικό που είχε το YENNA, το οποίο ήταν πολύ δύσκολο σε προσωπικό επίπεδο γιατί ήταν τελείως αυτοβιογραφικό, προσπαθούσα να σπάσω και να ξεπεράσω τα δικά μου δεσμά. Αυτήν τη στιγμή έχει γίνει το πιο ευχάριστο, fun. Στο P.O.P. πήγαινα στο στούντιο και γελούσα, περνούσα τέλεια, με χιούμορ, με σχολιασμό, χωρίς φίλτρο, χωρίς να φοβάμαι τι θα πούνε. Ο καθένας μας είμαστε ένα εκατομμύριο πράγματα, για μένα το STIN IYIA MAS φωτογραφίζει ένα κομμάτι της κοινωνίας, το MIXTAPE ένα άλλο, το TUCUTUM ένα άλλο και μουσικά και κοινωνικά.

Θέλω να κάνω dance μουσική. Δηλαδή δεν μπορώ να κάνω μόνο τo AH THALASSA, έχω ένα εκατομμύριο πτυχές. Είμαι νέα, δεν μπορώ να ζω με ενοχές ούτε να διασκεδάζω με ενοχές, δεν μπορώ να είμαι ή να μην είμαι κουλτουριάρα. Μπορεί κάποιος να έχει μυαλό, ένα επίπεδο σκέψης, να έχει μια θέση και έναν ηθικό κώδικα και τα πιστεύω του και να πηγαίνει το βράδυ και να ξεφτιλίζεται με τους φίλους του και να διασκεδάζει και να χορεύει. Δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να είμαι ή το ένα ή το άλλο».

Θέλω και να μπορώ να μιλήσω σοβαρά όταν έρχεται η ώρα να είμαι σοβαρή, και να μπορώ να κάνω πλάκα, και να μπορώ να είμαι στην ηλικία που είμαι και να παλιμπαιδίσω χωρίς να με πουν ανώριμη, να μπορώ στην ηλικία που είμαι να κάνω και dance μουσική, με άλλα λόγια να κάνω ό,τι θέλω. Φωτ.: Bleumode

— Το πρόβλημα το έχουν τα άτομα που σε έχουν τοποθετήσει κάπου, τα οποία κρίνουν βάσει των γνώσεων που έχουν και των μουσικών εμπειριών. Το ZARI έδειξε ότι υπάρχει κόσμος που θέλει όλα να τοποθετούνται σε κουτάκια και ό,τι είναι έξω από το πλαίσιο αυτού που θεωρεί κουλτούρα το απορρίπτει ως φτηνό.

Μα είναι κουλτούρα, απλώς είναι urban κουλτούρα. Δεν με πειράζει να το πουν φτηνό, θεωρώ επιτυχία που το ZARI πέρασε και ακούμπησε. Ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία για έναν καλλιτέχνη; Αυτό που κάνει να αφορά και να μην περάσει απαρατήρητο, είτε σ’ αρέσει είτε δεν σ αρέσει. Μακάρι να έχω φτιάξει κάτι που έχει μια δομή και μια οντότητα που θα σε επηρεάσουν. Κι ας μη σου αρέσει, σημαίνει ότι ήταν αρκετά solid για να σου προκαλέσει ένα συναίσθημα. Και όντως δεν είναι για όλους, μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει επειδή δεν έχουν τα references».

— Όταν κάτι γίνεται τόσο δημοφιλές ξεπερνάει το «μου αρέσει-δεν μου αρέσει». Είναι σαν το «Δεν με θέλουν» και το «Mama» που παίζονταν στα πανηγύρια, σε γλέντια γάμων και βαφτίσια σε διασκευή. Είναι τέτοιας κατηγορίας τραγούδι το ZARI.

Επειδή όλη αυτήν την περίοδο έγιναν πολλές συζητήσεις περί ελληνικότητας, τι είναι ελληνικό και τι δεν είναι, ο καθένας εκλαμβάνει τα πράγματα βάσει των εικόνων που έχει, της ζωής που ζει και του lifestyle του. Αν δεν έχεις κυκλοφορήσει και πολύ στην πόλη, αν δεν έχεις πάρει μέσα μαζικής μεταφοράς στο κέντρο της Αθήνας, είναι πολύ λογικό να μην ταυτίζεσαι με έναν συγκεκριμένο κώδικα, είτε αυτός είναι μουσικός είτε οτιδήποτε. Tότε που έγινε πολλή συζήτηση γι’ αυτό το βίντεο που είχαμε κάνει στο Περιστέρι, τη διασκευή του «Ζαριού», ειπώθηκαν πολλά πράγματα, έγιναν διάφορα σχόλια. Μάλιστα μου καταλόγισαν ότι είπα πως η Ελλάδα είναι το τάδε και το δείνα, που δεν το είπα ποτέ. Αυτό που είπα ήταν ότι είναι και αυτό, αλλά για να το γνωρίζεις πρέπει να το έχεις ζήσει και να το αποδέχεσαι κιόλας. Γιατί μπορεί κάποια πράγματα να μη χωράνε μέσα στην εικόνα που έχει κάποιος για τη ζωή του, για το ποιος είναι και ποιος θα ήθελε να είναι, να του κλοτσάνε. Με ρώτησαν «γιατί δεν πήγες στην Κηφισιά να κάνεις το βίντεο;». Μα αντιπροσωπεύει η Κηφισιά τη ζωή στην Αθήνα; Καταρχάς, δεν κυκλοφορώ στην Κηφισιά, άρα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό της ζωής που ζω εγώ, αλλά σίγουρα δεν είναι αντιπροσωπευτικό της ζωής που ζει ο περισσότερος κόσμος. Το θέμα είναι ότι οι μουσικολόγοι ή οι curator, οι περισσότεροι είναι πιθανό να μη ζουν στο Περιστέρι, γι’ αυτό ίσως βρίσκουν αυτή την εικόνα στρεβλή εικόνα, μη πραγματική.

Είδα χθες την ταινία του Λάνθιμου και τρελάθηκα. Άκουγα σχόλια του τύπου «τι νομίζεις ότι ήταν;». Ό,τι θέλει ήταν, για μένα ήταν μια ταινία που κατά κάποιον τρόπο σκιτσάρει το manipulation και εν μέρει το κάνει και ο δημιουργός αυτό σ’ εμάς, είναι τέλειο αυτό όμως. Κάπως έτσι βλέπω και το πρότζεκτ P.O.P., και για μένα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γιατί είναι αφήγηση, είναι σχόλιο, έχει χιούμορ, γιατί δεν θέλω να φτιάχνω πια τραγουδάκια απλώς για να τα ακούει ο κόσμος. Θέλω κάτι να εννοώ και όποιος θέλει και ταυτίζεται να το νιώθει. Υπάρχει λόγος που ο δίσκος αυτός τελειώνει με το AH THALASSA· είναι επιλογή αυτός ο δίσκος, είναι επιλογή αυτά τα τραγούδια, αυτές οι λέξεις, είναι επιλογή τα σχόλια, είναι επιλογή το fun και η διασκέδαση η αφιλτράριστη, χωρίς ενοχή. Και για να μην ξεχνιόμαστε, υπάρχει στη ζωή και το AH THALASSA, και στη δική μου. Αλλιώς είναι φυλακή το να πρέπει να κάνω μόνο τo AH THALASSA για να θεωρούμαι σοβαρή καλλιτέχνις. Το ’χω ξεπεράσει αυτό. Δεν θέλω φυλακές. Και επειδή είπες ότι κάποιοι με είχαν τοποθετήσει κάπου, πού με είχαν τοποθετήσει, να το μάθω κι εγώ.

Τι μας λέγανε παλιά στο σχολείο; Ότι η Ελλάδα είναι σταυροδρόμι πολιτισμών, και γεωγραφικά και πολιτισμικά, είμαστε σε μια πολύ ευνοϊκή γεωγραφική θέση, γι’ αυτό όλοι οι γείτονες θέλανε να τους ανήκουμε. Και η αλήθεια είναι ότι αυτός ο πλούτος υπάρχει. Αν πας στον Βορρά έχεις πεντατονικά ηπειρώτικα, πας στα νησιά του Αιγαίου και είναι άλλο το ύφος, στο Ιόνιο έχεις καντάδες, πας στην Κρήτη, είναι αλλιώς. Δεν ξέρω γιατί αυτά που συμβαίνουν όντως στα χωριά της Ελλάδας ερμηνεύονται ως ανατολολαγνεία».

— Πιο πολύ απ’ όλα σχολιάστηκε στο MIXTAPE το πέρασμα του Λε Πα, ο οποίος δεν θεωρήθηκε ποτέ ποιοτικός τραγουδιστής, παρότι γέμιζε τα μαγαζιά και έκανε μεγάλες επιτυχίες.

Μα τι σημαίνει ποιοτικός; Άρεσε στον κόσμο, διασκέδασε μαζί του; Χόρεψε; Έζησε στιγμές ξεγνοιασιάς; Γιατί είναι όλες οι ταινίες Ζβιάγκιντσεφ και Ταρκόφσκι; Όλες τις στιγμές στη ζωή μας έχουμε τις ίδιες ανάγκες; Θα παρτάρεις με Μπέλα Μπάρτοκ; Ακούω Μπέλα Μπάρτοκ κάθε μέρα, αλλά μη μου λες πως ό,τι έχει να κάνει με απόλαυση και χαρά είναι κακό, ενοχικό, και το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να διαβάζουμε Ντοστογιέφσκι. Εμένα με ενδιαφέρει να συνδιαλλαγώ με τους ανθρώπους. Έχω υπάρξει όλα αυτά τα χρόνια στα ωδεία και στα πανεπιστήμια, μπαινόβγαινα σε οργανισμούς, δεν με ενδιαφέρει να συνδιαλέγομαι πλέον μόνο σε αυτό το επίπεδο, το θεωρώ οριακά αυνανιστικό. Είναι κοινωνικό το ερέθισμα, ανθρώπινο, με αυτήν τη γλώσσα συνδιαλέγεσαι με τους ανθρώπους, με τη «γλώσσα» που μιλάμε κάθε μέρα.

Το μουσικό μας γούστο το διαμορφώνουν οι προσλαμβάνουσες που έχουμε, η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, για τον κόσμο και για τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο. Μακάρι το γούστο να ήταν κάτι ενστικτώδες, αλλά δεν είναι. Υπάρχουν σκέψεις και φίλτρα κι αυτό είναι που, προσωπικά, προσπαθώ να σπάσω μέσα από τη δουλειά που κάνει η μουσική, δηλαδή το τι φοράω, τι τσάντα κρατάω, τι αυτοκίνητο οδηγώ, τι μουσική μου αρέσει να ακούω, με ποιους κάνω παρέα. Υπάρχει μια φωνή μέσα μας που θέλει πολλή προσπάθεια για να την ακούσουμε και υπάρχει και μια εικόνα κοινωνικά κατασκευασμένη που έχει ο καθένας για τον εαυτό του που είναι και λίγο προσδοκία, αυτό λοιπόν προσπαθώ να σπάσω, αυτό που μας έχει επιβληθεί.

Πιστεύω ότι τα ίδια συνέβαιναν πάντα, τα ίδια λέγαμε και το 2016 όταν μιλήσαμε για πρώτη φορά, απλώς εμείς τα βιώνουμε τώρα και νομίζουμε ότι είμαστε οι πρώτοι που τα ζήσαμε. Έκλαιγα στην κρίση και μετά θυμήθηκα τη γιαγιά μου που μου έλεγε ότι κοιμόντουσαν μέσα σε τάφους και τρώγαν ένα καρβέλι ψωμί όλη η οικογένεια για να ζήσουν – κι εγώ λέω «α, η μαμά μου που έζησε εποχές ΠΑΣΟΚ με τις παχιές αγελάδες». Επειδή λες ότι ταυτίζονται μαζί μου οι νέοι έχω να σου πω ότι δεν είναι μόνο οι νέοι που ταυτίζονται. Είναι πολλές γυναίκες στην ηλικία της μαμάς μου που λένε «κορίτσι μου, μπράβο», χαίρονται που βλέπουν αυτή την προσπάθεια απελευθέρωσης που σου λέω. Μια φίλη της μαμάς μου μού έστειλε μήνυμα «σε θαυμάζω γιατί έχεις το θάρρος να μη σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι». Γιατί τη γιαγιά μου και τη θεία μου τις απασχολούσαν τι θα πουν στη γειτονιά. Ο καθένας συνδέεται με τα κομμάτια μου για διαφορετικό λόγο. Κάποιος μπορεί για τη μουσική, κάποιος για τον άνθρωπο.

Με αυτό που έλεγα, «η νέα Ελλάδα», και μπορεί να ακούγεται βαρύγδουπο, τι εννοώ; Ότι εμείς είμαστε μια γενιά η οποία μπορεί και να μην περάσει καλύτερα από τους γονείς μας. Υπήρχε αυτή η πεποίθηση ότι κάθε γενιά θα περνάει και καλύτερα, γιατί οι γονείς μας πέρασαν πολύ καλύτερα από τους παππούδες μας, που είχαν πόλεμο. Η γιαγιά μου δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό, αλλά η μαμά μου πήγε στο Πολυτεχνείο και η αδερφή της τέλειωσε την Ιατρική. Και ήρθαν τα capital controls, η ανεργία, και ξαφνικά όλοι οι συνομήλικοί μου έφυγαν στο εξωτερικό. Μου έλεγε η μάνα μου να τελειώσω την αρχιτεκτονική και οι μισοί συμφοιτητές μου που τέλειωσαν το Μετσόβιο δεν ήξεραν τι θα κάνουν, έφευγαν απ’ την Ελλάδα, ψάχνοντας μια ευκαιρία σε άλλες χώρες. Γνώρισα πολλούς τέτοιους ανθρώπους και στη Eurovision, είτε Σουηδούς, είτε Γερμανούς. Οι γονείς του Yasin που χορεύαμε μαζί έφυγαν από δω και πήγαν στη Γερμανία για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή. Οπότε αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν είμαστε σίγουροι αν θα ζήσουμε καλύτερα. Επίσης, όπως κάθε γενιά, υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μας έχουν επηρεάσει, γεγονότα που συμβαίνουν.

Πέθανε ο μπαμπάς μου και πήγαμε στην Κομοτηνή γιατί δεν υπάρχει μουσουλμανικό νεκροταφείο στην Αθήνα – τότε που με κυνηγούσαν οι δημοσιογράφοι και έλεγαν ότι δεν τους μίλησα πήγαινα στην κηδεία, σε ένα νεκροταφείο που είναι μακριά. Ο μπαμπάς μου είναι θαμμένος εκεί, δεν είναι στην Αθήνα και δεν μπορώ να τον επισκεφτώ αύριο, αν θέλω. Κι ενώ σκέφτομαι ότι είναι εκεί, μακριά, μόνος του –με έχει στοιχειώσει αυτή η σκέψη και αυτή η εικόνα–, ξαφνικά κοιτάζω δίπλα του και βλέπω πάρα πολλούς τάφους με την ίδια ημερομηνία θανάτου: «26/5, Συρία». Ήταν άνθρωποι που πνίγηκαν σε ναυάγιο και τους μετέφεραν όλους εκεί, σε κάτι τάφους μισό μέτρο. Κοιτάζω απ’ την άλλη, «9/1 Αφγανιστάν», άνθρωποι που πνίγηκαν σε άλλο ναυάγιο. Δεν ξέρω αν με έχει στοιχειώσει πιο πολύ η εικόνα του μπαμπά μου, που εμφανίζεται κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, ή αυτό που συνέβαινε δίπλα του. Είναι ο μπαμπάς μου εκεί, μακριά, για χ ψ λόγους, με ένα κάρο άλλους ανθρώπους που τους έχουν γκρουπάρει κι αυτούς εκεί πέρα, μακριά. Κάπως το AH THALASSA για μένα είναι αυτή η εικόνα.

Εγώ δεν έχω σχέση με πολιτικούς και κόμματα, καμία. Δεν είμαι κανενός. Το ότι δεν θέλω να πεθαίνουν παιδάκια και να βλέπω τάφους 50 εκατοστών δίπλα στον μπαμπά μου που είναι 65 χρονών δεν με καθιστά υπέρ ή κατά κάποιου. Καλώς ή κακώς, έχω ένα background και αυτό το πράγμα νιώθω ότι αυτομάτως με τοποθετεί κάπου, πάντως όχι σε κόμματα. O μπαμπάς μου και η γυναίκα του και η αδελφή μου φύγανε πριν από έναν χρόνο και κάτι μήνες από το Σουδάν γιατί ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, μια μέρα άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Μιλούσαμε στο WhatsΑpp, για μια βδομάδα ήταν κλειδωμένοι στο σπίτι τους και ξαφνικά, μια Παρασκευή, φύγανε νύχτα. Πήγανε στο Πορτ Σουδάν γιατί βγαίνανε στις γειτονιές με τα τανκς, γυρνούσε η κάννη 360ο και πυροβολούσε αβέρτα, όποιον πάρει ο Χάρος. Και ο μπαμπάς μου και η γυναίκα του ήταν γιατροί, με διδακτορικά, καθηγητές πανεπιστημίου. Το λέω για να μην πουν «οι μαύροι οι μουσουλμάνοι». Είχαν δική τους κλινική στο Σουδάν, η αδελφή μου πήγαινε στο International School, και όταν ήρθαν στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να βγάλουν λεφτά από την τράπεζα. Κι επειδή η πόλη έγινε πόλη φαντασμάτων, μπήκαν και τους έκλεψαν το σπίτι. Πήγα μια μέρα στο σπίτι της γυναίκας του μπαμπά μου τον Σεπτέμβριο. Έκλαιγε, τη ρώτησα «τι έγινε;» και μου απάντησε «μπήκαν μέσα στο σπίτι και μας τα πήραν όλα, τα έπιπλα, τα ρούχα, τα χαρτιά». Προσπαθούσαμε να τους βοηθήσουμε με τον αδελφό μου λίγο με κάποια πράγματα, με ένσημα, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν πολλά χρόνια γιατρός στην Ελλάδα, στο Ιπποκράτειο, και δεν μπορούσαμε γιατί τα πτυχία τους είχαν χαθεί και δεν μπορούσαμε να τα βρούμε στο Σουδάν. Από τη μια μέρα στην άλλη, άνθρωποι που είχαν μια καλή ζωή έφτασαν να μην έχουν τίποτα, άνθρωποι που βοηθούσαν φτωχούς με καρκίνο, τους χειρουργούσαν δωρεάν, δεν μπορούσαν να πληρώσουν το ενοίκιο. Μετά πέθανε ο μπαμπάς μου. Αυτό που λέω δεν το λέω ως θεατής από κάπου μακριά, που τα βλέπει στην τηλεόραση. Αυτό είναι το background μου. Η αδελφή μου ήρθε 16 χρονών στην Ελλάδα και έπρεπε να δούμε πώς θα τελειώσει το σχολείο, δεν μιλάει ελληνικά και δεν μπορεί να πάει σε δημόσιο· να δούμε πώς θα δουλέψει η γυναίκα του μπαμπά μου. Αυτό είναι το background μου, οπότε το πού είσαι και τι πιστεύεις δεν είναι επιλογή κάποιες φορές.

Όχι μόνο δεν μετανιώνω που πήγα στην Eurovision αλλά για μένα αυτή η περίοδος υπήρξε η καλύτερη της ζωής μου. Όμως αυτό το united by music δεν ισχύει, δυστυχώς. Τις πρώτες μέρες που είχα πάει στο Μάλμε έλεγα ότι είναι η καλύτερη εμπειρία της ζωής μου μαζί με το Μπέρκλι, μαζί με όλες αυτές τις τρομερές εμπειρίες που έχω ζήσει στα φεστιβάλ, στην Αυστραλία. Ήμασταν με άλλους μουσικούς από διάφορες χώρες και όντως είχαμε πάει εκεί προσπαθώντας για το united by music, αλλά δυστυχώς δεν τους πέτυχε καθόλου. Είναι γνωστό το τι συνέβαινε εκεί πέρα, όποιος θέλει μπορεί να μπει στο ίντερνετ και να το μάθει, μπορεί να διαβάσει τι συνέβαινε όχι μόνο backstage αλλά και μέσα στην αρένα και έξω στους δρόμους. Το ότι δεν πέτυχε το united by music είναι ο λόγος που για μένα αυτό έκλεισε κάπως με μια πικρία, δεν σου το κρύβω. Κατά τα άλλα, υπήρξε η πιο ευχάριστη εμπειρία της ζωής μου.

Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο αυτή την περίοδο, το οποίο ίσως να πηγαίνει πακέτο με όλη αυτήν τη δημοσιότητα ή την έκθεση, είναι πως ένιωθα ότι είτε τα λόγια μου είτε οι πράξεις μου είτε οι προθέσεις μου παραποιούνταν, διαστρεβλώνονταν. Δεν μου άρεσε αυτό, και ο λόγος που είμαι ευγνώμων πραγματικά στον κόσμο είναι ότι δεν επηρεάστηκε. Τους ευχαριστώ πολύ γιατί νιώθω ότι νιώθουν αυτό που νιώθω κι εγώ, ότι ο καθένας ψάχνει μια αφορμή για να πει τη δική του ιστορία.

Δεν έχω τίποτα προσωπικό με κανέναν, ειλικρινά, ακόμα και το MIXTAPE δεν ήταν προσωπική απάντηση σε κανέναν, ήταν ένα big picture commentary και για μένα όσο συνέβαιναν όλα αυτά. Γιατί αυτά τα τραγούδια τα ξεκίνησα από τον Νοέμβριο, είχα γράψει πολλές ιδέες που δεν χρησιμοποιήθηκαν για την Eurovision, και η ηχογράφηση των κομματιών ήταν το playground μου εκείνη την περίοδο. Ό,τι ήταν το σημειώναμε σαν να ζωγραφίζαμε, σαν ένα παιδάκι που ζωγραφίζει και δεν το νοιάζει αν ο ουρανός πρέπει να ’ναι γαλάζιος. Με χαροποιούσε αυτό το πράγμα, αυτό που ένιωθα ήταν let us be, whatever it is, γιατί πρέπει το τάδε να σημαίνει κάτι άλλο; Μου είπαν ότι είμαι αγενής, ότι είμαι απροσάρμοστη. Ο καθένας, για να παρουσιάσει το αφήγημά του, μπορεί να στάθηκε και να απομόνωσε ό,τι ήθελε. Μία στιγμή δεν είναι ολόκληρη η εικόνα.

Πιστεύω ότι θα ήταν ωραίο και η τέχνη και τα μέσα να μπορούν να καθρεφτίζουν λίγο περισσότερο την πραγματικότητα. Αυτό που συμβαίνει στα Σπάτα, όπου είναι τα περισσότερα στούντιο, δεν έχει σχέση με τη ζωή που ζει ο κόσμος, κι εγώ προσπαθώ αυτήν τη σχέση να τη διατηρήσω. Δεν έχω αλλάξει σπίτι, στη Νέα Σμύρνη μένω, σε ένα σπίτι με δύο δωμάτια, ούτε με νοιάζει να έχω βίλα με πισίνα, ούτε τίποτα. Ό,τι λεφτά έχω βγάλει τα έχω βάλει στο πρότζεκτ μου, στα βιντεοκλίπ μου. Έφτιαξα μόνη το βινύλιο με κάποιον τρόπο γιατί ήθελα να ’ναι έργο τέχνης και να μείνει, να είναι ένα κόσμημα για όποιον θα το πάρει να το ’χει στο σπίτι του. Όλοι μου λένε «είσαι χαζή, κράτα λεφτά, μην κάνεις τέτοια έξοδα». Μα άμα δεν τα έκανα, δεν θα ’κανα αυτό που κάνω. Αυτό είναι το όνειρό μου, όχι να ζω σε ένα σπίτι με πισίνα. Θέλω να κυκλοφορώ στο κέντρο της Αθήνας μόνη μου, αυτή είμαι, δεν έχω κανένα κίνητρο να ζήσω άλλη ζωή, μετά από πάρα πολλές μάχες –που τις ξέρεις, με έχεις δει σε όλα τα χρόνια–, νιώθω την αλλαγή. Δεν έχω τέτοιες προσδοκίες, νιώθω πολύ καλά με τον εαυτό μου, έχω μεγαλώσει πια, νιώθω μεγάλη αυτοπεποίθηση. Δεν με αφορά το αν κάποιος θέλει να ψάξει το πώς είμαι και πώς μιλάω και πώς έχω μιλήσει στις συνεντεύξεις, αν είμαι αγενής ή αν βοηθάω τις γυναίκες – γιατί το άκουσα κι αυτό για ό,τι έγινε στη συνέντευξη Τύπου, είναι δυνατόν; Έχω επαφή με χίλια κορίτσια που έχουν υπάρξει στις Κόρες και στις Φωνές, τη μισή μου ζωή προσπαθώ να εμπνεύσω άλλα κορίτσια, όπως και τον εαυτό μου, γιατί κι εγώ προσπαθούσα να ενδυναμωθώ μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Δεν με νοιάζει τι θα πουν, αλήθεια. Θέλω ο κόσμος να βρει τη δύναμη να κάνει τη φάση του χωρίς να καταπιέζεται, μακάρι έστω και πέντε άτομα να τα επηρεάσω.

Το TUCUTUM το έκανα τον Nοέμβριο του ’23 με έναν παραγωγό στο Παρίσι και είχα αυτόν τον στόχο: άκουγα ρεγκετόν, baile funk, δηλαδή τις urban μουσικές –δεν λέω αστική επίτηδες, γιατί ο όρος παραπέμπει σε άλλου είδους μουσική–, κι έλεγα «ρε γαμώτο, γιατί να μην μπορούμε να το κάνουμε κι εμείς, απ’ την Ελλάδα ή απ’ τα Βαλκάνια;». Έχουν υπάρξει κάποια τέτοια, αλβανικά, ρουμάνικα, που έχουν ταξιδέψει στο TikTok, κι έλεγα «μακάρι να μπορέσουμε να σηκώσουμε ένα κύμα». Τώρα είναι ο επόμενός μου στόχος αυτός: με έναν μεγάλο Τούρκο καλλιτέχνη που θα συνεργαστώ κάπως να φτιαχτεί ένα wave και να το βγάλουμε κι εμείς προς τα έξω. Οπότε είχα στο μυαλό μου να πειραματιστώ, να προσπαθήσω να φτιάξω έναν ήχο που να ’ναι κλαμπάτος, να χρησιμοποιεί όλες αυτές τις ιδιαιτερότητες του δικού μας ήχου που δεν τις γνωρίζουν αλλού, και κάπως να προσπαθήσω να μπορεί να βγει προς τα έξω – αλλά να τον ακούμε κι εδώ και να γουστάρουμε και να χαιρόμαστε και να χορεύουμε, δηλαδή να μην είναι ο ζουρνάς, ή σκληροπυρηνικό παραδοσιακό, ή τα dance ποπάκια. Κι επειδή στο TUCUTUM είναι πολύ μίνιμαλ η ενορχήστρωση, είχα στο μυαλό μου αυτό που είχα πει τότε με το ρεγκετόν, ότι υπάρχει αυτή η ρυθμολογία, το «τούτουτκα τούκα τούκουτκα τούκα» –αυτός ο χορός υπάρχει στην Ελλάδα με διάφορα ονόματα, μπάλος, ρούμπα, συρτορούμπα, προφανώς όχι συρτός της Πελοποννήσου, που είναι σαν το καλαματιανό, μπαγιό–, το pattern που λέγεται tresillo στη λάτιν Aμερική, το baião της Bραζιλίας, που οι λαϊκοί το έλεγαν «μπαγιό» εδώ… Οπότε προσπαθούσα να πατήσω πάνω σε ρυθμούς οι οποίοι κάπως να βγάζουν ένα νόημα σε μας, αλλά να είναι και ένας ήχος και μια παραγωγή που να μπορεί να χορευτεί.

Προσπαθώ να κάνω recreate τις λειτουργίες της μουσικής. Όταν πας σε ένα πανηγύρι τι ακούς; Ένα νταούλι, δηλαδή πολύ χαμηλές συχνότητες, που θα μπορούσες να το ξαναζωγραφίσεις με ένα 808, έναν ζουρνά, που είναι κάτι πολύ υψίσυχνο και διαπεραστικό –θα μπορούσες να βάλεις στη θέση του ένα συνθεσάιζερ, ένα lead σε ψηλές συχνότητες–, και τα παλαμάκια που μπορεί να χτυπάει ο κόσμος στο γλέντι, που μπορείς να αντικαταστήσεις με claps και μια φωνή. Στην ουσία θέλω να αναδημιουργήσω αυτό που σου προκαλεί η μουσική ως συναίσθημα, το οποίο μπορεί να μην είναι μουσικό ή μελωδικό απαραίτητα, αλλά καθαρά συχνοτικό. Να ακούς ένα ντουμ συχνοτικό εκεί κάτω στα Τάρταρα που συντονίζεται η καρδιά σου και δονείσαι κι ένα πολύ υψίσυχνο που σε τρελαίνει και σου προκαλεί μια έκσταση. Δεν χρειάζεται να πατήσεις τα 7/8, το ελλιπές μέτρο, δεν είναι ανάγκη να γίνει τόσο συγκεκριμένο μουσικά. Αυτός ήταν ο σκοπός μου και σίγουρα να ’ναι κάτι fun, απενοχοποιημένο. Δεν είχα στον νου μου να τρολάρω γιατί δεν μου αρέσει αυτό, ήθελα όμως να έχει ένα reference. Το τραγούδι λέει «λέτε μόνο, μόνο λέτε», αντί να πω «μπλα, μπλα, μπλα», είπα «τέκετε, δεν έχει σημασία τι λέτε, απλά λέτε, μόνο λέτε». Αυτό για μένα όχι μόνο δεν είναι χαζό, ίσα ίσα: λέτε, λέτε και δεν λέτε τίποτα, τέκετε τέκετε, τουλάχιστον εγώ δεν λέω τίποτα και το ξέρω ότι δεν λέω τίποτα. Συνειδητά δεν λέω τίποτα.

Και το ZARI ήταν σίγουρα σε έναν δρόμο που είχε ανοίξει το TUCUTUM, κι επειδή εκείνη την περίοδο έγραφα πολλά τραγούδια, τα περισσότερα μπήκαν στο P.O.P. – όλη αυτή η περίοδος επηρέασε το ZARI. Το ZARI είναι πολύ πιο «σπρωγμένο» από το TUCUTUM, υπάρχει η φόρμα ροντό που πάει έτσι. Και το LALALA είναι τρία μέρη επαναλαμβανόμενα, έτσι βγήκε, δεν πάει απαραίτητα μορφολογικά ο τρόπος που γράφεις ένα τραγούδι.

Το πρότζεκτ μου δεν είναι ένα mainstream πρότζεκτ, είναι πολύ πειραματικό, αλλά τραγούδι δέκα και μισό λεπτά mixtape που πήγε στο Νο1 στο Spotify δεν είχε ξαναγίνει στα χρονικά. Δεν έκανε μόνο το ZARI νούμερα, να δεις τα stats, τα μισά είναι από ακροάσεις εκτός Ελλάδας. Προχθές μου έστειλαν ένα reaction βίντεο ενός Ισπανού για το MIXTAPE που έλεγε «έτσι και η Μαρίνα τραγουδούσε στα ισπανικά, θα ήταν παγκόσμια καλλιτέχνις». Το καταλαβαίνω, αλλά όσο γίνεται θα τραγουδάω στα ελληνικά, όσο μπορώ θα το σπρώξω, θα το προσπαθήσω, όχι μόνη μου. Σου είπα ότι ήδη έχω ξεκινήσει και με διάφορους άλλους καλλιτέχνες, με έναν Τούρκο, με μία από την Αλβανία, θέλω πολύ να φτιάξουμε ένα wave…

Δεν θα με ενδιέφερε να πάω με αγγλόφωνο τραγούδι στη Εurovision. Δεν ξέρω αν θα είχα πάρει καλύτερη θέση, αλλά δεν θα με ενδιέφερε να το κάνω εγώ αυτό, γιατί όλη αυτή την ώρα σού μιλάω για ελευθερία, ρίσκο, το «είμαι αυτό που είμαι». Θα το πάω μέχρι τέρμα χωρίς να μπω σε κουτάκια, χωρίς να γίνω κάτι άλλο. Δεν λέω ότι δεν θα τραγουδήσω ποτέ στη ζωή μου αγγλικά, αλλά το συγκεκριμένο πρότζεκτ είχε αυτόν τον στόχο. Ξέρεις πόσοι Έλληνες καλλιτέχνες που κάνουν καλά τη δουλειά τους προσπαθούν να μπουν στον διεθνή διάλογο; Τόσα χρόνια που πήγαινα στο Παρίσι προσπαθούσα να συνεργαστώ με ανθρώπους από κει, αλλά δεν μπορούσα να πάρω ένα τρένο και να πάω, δεν μπορούσα να μείνω για μήνες εκεί γιατί δεν είχα λεφτά να πληρώσω το ενοίκιο. Ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ με καλλιτέχνες και ήθελαν κι αυτοί, αλλά δεν είχα τα λεφτά να τους πληρώσω. Υπάρχουν κάποια αντικειμενικά εμπόδια, δυστυχώς, που μας δυσκολεύουν και δεν μπορούμε να είμαστε μέρος αυτού του διαλόγου. Είμαστε εδώ και θα προσπαθήσουμε να βγούμε προς τα έξω και να δώσουμε κι εμείς κάτι σε αυτόν τον διάλογο. Πάντα η Δύση υπήρξε για μας reference, βλέπαμε MTV, βλέπαμε MBA, fashion editorial στο Παρίσι, επηρεαζόμασταν από πράγματα κι εμείς και οι γενιές που έχουν μεγαλώσει με το Ίντερνετ. Έχουμε πράγματα να πούμε και να βγάλουμε προς τα έξω, είμαστε αυτό που είμαστε και αυτό είναι τέλειο, οπότε, αν πήγαινα με αγγλικό στίχο, νιώθω ότι θα ήταν σαν να μην το υποστηρίζω όλο αυτό που θέλω να κάνω.

Για μένα η παράδοση είναι ζωντανή, είναι κάτι που αναπνέει, που επηρεάζεται από τους ανθρώπους, τις ζωές τους και από τη συνύπαρξή τους. Οι άνθρωποι αγαπιούνται, αποχωρίζονται, κλαίνε, παντρεύονται, χαίρονται, διασκεδάζουν, θρηνούν, κάνουν παιδιά, ζουν και συνδιαλέγονται, αυτό είναι η παράδοση. Γιατί νομίζεις ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε τώρα ως αυθεντικό παραδοσιακό είναι το ίδιο με το πώς ήταν πριν από 200 χρόνια; Δεν θα το μάθεις ποτέ, γιατί αυτό το πράγμα επηρεάζεται από την καθημερινότητα, από το lifestyle. Προφανώς, όταν οι άνθρωποι ζούσαν στη φύση, από τα ζώα τους, από τα χωράφια τους κ.λπ., αυτό το πράγμα γεννούσε κάτι άλλο, η ζωή μας όμως έχει αλλάξει, όπως και ο τρόπος επικοινωνίας. Δεν υπάρχει κάτι που να είναι στατικό και στάσιμο και δεν θα μάθεις και ποτέ πώς ήταν πριν από 300 χρόνια γιατί δεν υπήρχαν τρόποι ηχογράφησης. Αν βάλεις όλα τα «Θα σπάσω κούπες» και τα ακούσεις με διαφορά δεκαετίας-δεκαπενταετίας, πρώτα 1907-1922, μετά Αρβανιτάκη, μετά Μαρίνα Σάττι, θα καταλάβεις ότι πάντα αλλάζει. Ποιο είναι δηλαδή το παραδοσιακό; Αυτό που άκουσες το 1922 ή αυτό που άκουσες το 1907; Και πού ξέρεις πώς ήταν το 1750; Δεν θα το μάθεις ποτέ. Το βασικό για μένα είναι η λειτουργία και η πρόθεση.

Συζητάγαμε ότι τα ρεμπέτικα και οι αμανέδες είχαν απαγορευτεί για χρόνια, μέχρι να επαναπροσδιορίσει τη θέση τους ο Χατζιδάκις. Στη γενιά πριν από τον Χατζιδάκι μπορεί οι περισσότεροι να ήταν όντως άνθρωποι που δεν είχαν τελειώσει το σχολείο, που είχαν περάσει κακουχίες, που ήθελαν να αποτινάξουν τον δυνάστη από πάνω τους. Όταν άρχισαν να πηγαίνουν στα ωδεία και στα πανεπιστήμια, ταυτίστηκαν με την εξέλιξη του είδους. Η ποιητικότητα, οι κλασικές σπουδές στο πιάνο, οι επιρροές από την Ιταλία και το Παρίσι μπορεί να θεωρούνταν εξέλιξη, εξευγενισμός, από εκεί που ήμασταν βοσκοί γίναμε αστοί και διανοούμενοι. Η δική μας κατάσταση τώρα ποια είναι; Εγώ προσπαθώ να βγάλω το πανεπιστήμιο από πάνω μου κι αυτό που με κρατούσε δέσμια όλα αυτά τα χρόνια. Ναι, οk, καλά και τα ορατόρια, τέλεια, αλλά δεν μπορεί αυτό το πράγμα να λειτουργεί σαν φυλακή για μένα. Oπότε αν κάποιος θεωρεί ότι είμαι στη low κουλτούρα χαίρομαι. Mακάρι να είμαι, γιατί για μένα αυτό ταυτίζεται με την ελευθερία μέσα μου.

Κατά κάποιον τρόπο ο τίτλος P.O.P. ήρθε από τον ίδιο κουβά ιδεών που ήρθε και το βιντεοκλίπ για το ZARI. Ταξίδευα για φεστιβάλ στο εξωτερικό και μου έλεγαν «oh Greece, souvlaki, gyros, feta, Socrates, Mykonos”. Μετά μπορεί να έβλεπαν τη συναυλία μας, να άκουγαν που παίζαμε με γκάιντες, θρακιώτικα, τσιφτετέλι, τη γλώσσα και έλεγαν «wow!». Ήξεραν τη Νάνα Μούσχουρη, αλλά όταν έβγαλα το φλάμπουρο δεν είχαν ιδέα ότι υπάρχει και αγροτική Ελλάδα, που είναι και το μεγαλύτερο μέρος της. Και επειδή την ίδια περίοδο λέγανε «η Μαρίνα Σάττι, η εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Ευρώπη», κάπως λέω «ωραία, θα γίνω λοιπόν η ξεναγός σας, ένα προϊόν straight from Greece, P.O.P., welcome to Greece», και κάπως έτσι βγήκε και ο τίτλος γι’ αυτόν τον δίσκο. Πατώντας πάνω σε στερεότυπα και μουσικά, ειδικά στο MIXTAPE, το βλέπεις πιο πολύ, και στο βίντεο του «Ζαριού». Όλο ήταν έτοιμο πριν πάμε στο Μάλμε, και το βίντεο του LALALA.

Αυτό που αισθάνομαι τώρα δεν το είχα ποτέ, πάντα έλεγα «αυτό το κάνω για μένα γιατί έχω την ανάγκη να εκφραστώ», αυτήν τη στιγμή νιώθω ότι με τόση αγάπη και στήριξη που έχω λάβει απ’ τον κόσμο τούς το χρωστάω, θέλω να το δώσω πίσω. Το σκεφτόμουν αυτό και από το MIXTAPE, ότι θέλω να βγάλω κάτι και να διασκεδάζει ο κόσμος, να χορεύει. Θέλω το LALALA να είναι χαρούμενο. Πώς έλεγαν για τη «Μάντισσα» ότι είναι μια ωδή στη χαρά; Να χορέψουμε χαρούμενα και να ξεφαντώσουμε.

Όταν τοποθετείς κάποιον κάπου σημαίνει ότι ήδη κάπου υπάρχει – αυτό πώς ακριβώς ανοίγει δρόμο; Όταν κάτι πρέπει μονίμως να τοποθετείται σε κάτι που ήδη υπάρχει, δεν πας μπροστά. Δηλαδή να μένουμε μόνιμα σε κάτι γνώριμο απ’ το παρελθόν; Και πώς θα πάμε στο καινούργιο; Δεν σου λέω ότι το πετυχαίνω ή ότι αυτό που κάνω είναι καλό, σίγουρα όμως ρισκάρω και ο καθένας που ρισκάρει επηρεάζει και διαμορφώνει και το παρόν και το μέλλον.

Credit φωτογράφισης
Styling: Georgia Tal
Make up: Christo Mazurek
Hair: Chris Vourlis

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Διαβάστε επίσης

Ευρωεκλογές 2024: Πού κερδίζουν και πού χάνουν τα κόμματα

Ντόρα Μπακογιάννη από το Ρέθυμνο: «Έχει πολύ μεγάλη σημασία η Κρήτη να στείλει ξανά μήνυμα στήριξης στον Κυριάκο Μητσοτάκη»

Δημοσκόπηση Marc: Στις 16,4 μονάδες η διαφορά της Νέας Δημοκρατίας από τον ΣΥΡΙΖΑ

Νέο επίδομα για ανέργους – Άνοιξε η πλατφόρμα της ΔΥΠΑ για την υποβολή αιτήσεων

 


Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα