Υπερασπίζεται την κρητική ντοπιολαλιά, αν και νέος σε ηλικία, πόθος του είναι να μη ξεσυνδεθεί από τις ρίζες του, τόσο ο ίδιος όσο όμως και η νεολαία
Δικηγόρος, καλλιτέχνης της παραδοσιακής μουσικής, πολεμιστής με τις χορδές του λαούτου, μα πάνω από όλα, ο Νίκος Σφηνιάς από τα Σφακιά της Κρήτης, παραμένει ένας ρομαντικός της έμμετρης έκφρασης και γλωσσοπλάστης που δεν ξεφεύγει από τις έννοιες, τα νοήματα και την ψυχοσύνθεση του νησιού.
Γ-εις νιος σφιχταλυσόδετος κι αδικοφλακωμένος
σ’ εφτά δωμάτω(ν) φυλακή, με τείχη γρανιτένια,
πιάνει κοντύλι κάρβουνο, χαρτί κουρελοπάνι
και γράφει τση πολυαγαπώς γραφή, να τση τη μπέψει:
«Μυρωδανθέ τση λεμονιάς και πέταλο του ρόδου,
απ’ όντε με φλακώσανε, θαρρώ ‘ναι χρόνοι πέντε
κι αν είναι ο αγέρας πνιγερός και το ψωμί μου μαύρο
κι αν μου το δίδου(ν) το νερό μέσα στη δαχτυλήθρα,
φέγγεις στο νου μου Αυγερινός και παίρνω παρηγόρια.
Τον ρωτήσαμε για το πόσο σπουδαία είναι η γνώση της ντοπιολαλιάς και των ιδιωματισμών της κρητικής διαλέκτου, για την πορεία μας στο αύριο ως τόπος. «Η ντοπιολαλιά μάς συνδέει με τη ρίζα, μάς σμίγει και μάς διακρίνει. Βέβαια, η γνώση της δεν πρέπει να γίνεται αυτοσκοπός. Από υπερβάλλοντα ενθουσιασμό, έχω πέσει στο παρελθόν σε αυτήν την παγίδα γράφοντας, αλλά με τον καιρό κατάλαβα ότι, αν πρέπει να βγάλει κάποιος λεξικό για να σε διαβάσει, χάνεται κάπου το νόημα και ο χαρακτήρας του δημοτικότροπου ποιήματος. Θέλει μια ισορροπία, την οποία ψάχνω να βρω ακόμα. Το να μαθαίνουμε και να χρησιμοποιούμε λέξεις μόνο και μόνο επειδή τις χρησιμοποιούσαν οι παλιοί, κινδυνεύει να καταντήσει τη γλώσσα μας, λόγια και αποκομμένη από την καθημερινότητα, ένα μουσειακό είδος ή έναν ανταγωνισμό για το ποιος ξέρει την πιο παλαιϊκή κουβέντα. Προσωπικά, πάντα με ενθουσίαζε η χρήση της ντοπιολαλιάς μας από μικρούς και μεγάλους και θεωρώ ότι, όσο αυτή υποχωρεί χάριν της κοινής νεοελληνικής, τόσο περισσότερο αποξενωνόμαστε απ’ τις βάσεις μας ως λαός και τόπος. Χάνεται όμως, η ουσία, νομίζω, όταν η χρήση της γίνεται επιτηδευμένα. Όσο μεριμνούμε για τη διατήρηση του πλούτου της γλώσσας μας, άλλο τόσο πρέπει να μεριμνούμε και για τη λειτουργικότητά της».
Όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Σφηνιάς, από τα 16 χρόνια του κατάλαβε ότι τον θέλγει η γλώσσα, το παίξιμο με τις λέξεις, ώστε να καταλήγει χρόνο το χρόνο, στην τόσο σπουδαία του, όπως πολλοί χαρακτηρίζουν, γραφή. «Η αρχή έγινε στα 16 μου, όταν διάβασα και την τελευταία σελίδα του Καπετάν Μιχάλη, του Νίκου Καζαντζάκη. Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτόν τον Μεγάλο. Η τόσο ζωντανή και παραστατική πένα του ήταν ο λόγος που έπιασα τη δική μου. Παράλληλα, την περίοδο εκείνη, είχα αρχίσει να παρατηρώ λίγο πιο προσεκτικά την ντοπιολαλιά του τόπου μου, στις ιστορίες του παππού μου, στις απλές κουβέντες στο καφενείο και στις μαντινάδες των τραγουδιών. Συνειδητοποίησα τότε ότι ο εκφραστικός πλούτος που νόμιζα μέχρι τότε ότι μπορούσα να συναντήσω μόνο στα βιβλία, υπήρχε παντού γύρω μου. Τότε ήταν που άρχισα να σημειώνω μια, μια τις λέξεις που μου κέντριζαν το ενδιαφέρον, διακόπτοντας συνεχώς τις ιστορίες του παππού μου για να τον ρωτήσω: ποιος ήταν ο δραγάτης; Τι σημαίνει μνώγω; Πότε έχουμε δευτερογούλη; Κάθε λέξη ήταν και ένα νόμισμα που φύλαγα καρτερικά στην τσέπη μου για να το ξοδέψω μετά, όταν θα έπιανα το χαρτί».
Ε! Θέ μου, πως το ρέγομαι του μερακλή το χέρι, να κόβγει, να μυρίζεται, στ’ αυτί του να με βάνει,
να σεργιανίζει τα στενά, να τραγουδεί τση ζήσης
και να με δίδει μιας ξαθής, δώρο κρυφό τσ’ αγάπης.
Κι όντε προβαίρνει η λυγερή, με το χιονάτο χέρι
και κόβγει και κορφολογά και με δροσοποτίζει
και σμίγουν και σκορπίζουνε στην πλάση οι μυρωδιέ(ς) μας,
ίντα άλλο ανεζητούν, θαρρείς, στον κόσμο τα λουλούδια;»
Έτσα λοής εμίλειε τζη με λόγια ζαχαρένια,
μα η τσίτα κακογνώμισε, πολλά τση βαροφάνη
κι άπλωσε ρίζες μεσογής, κακές, φαρμακεμένες
κι επλέξαν στου βασιλικού τη ρίζα κι εμαράθη.
Άχι, σγουρέ βασιλικέ!
Ο Νίκος Σφηνιάς σπούδασε νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Αν και δυσκολεύτηκε αρχικά να τη δεχτεί ο οργανισμός του, όσο την ανακάλυπτε, εξομολογείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως, τόσο περισσότερο την εκτιμούσε. «Πρώτη παραδοχή του δικαίου είναι ότι η κοινωνία από τη φύση της είναι ατελής και άνιση. Αυτή την εγγενή ανισότητα προσπαθεί να ρυθμίσει και να εξισώσει το Δίκαιο, με απώτερο σκοπό να διατηρήσει όρθιο και λειτουργικό το οικοδόμημα του πολιτισμού. Και γι’ αυτό, επιλέγω πλέον να το υπηρετήσω συνειδητά».
Τον ρωτήσαμε ποια είναι τα αναγνώσματα του, τι τον επηρεάζει και τον διεγείρει εγκεφαλικά και ποιοι είναι οι παλιοί που ίσως να τον έχουν επηρεάσει στην έκφραση του. «Η μεγάλη μου συγγραφική αγάπη είναι ο Νίκος Καζαντζάκης. Ωστόσο, από όλους όσους θαυμάζω και εκτιμώ σαν συγγραφείς, θεωρώ ανώτερο όλων έναν: τον ανώνυμο δημοτικό ποιητή. Πάντα μου προκαλούσε δέος το πώς τα δημοτικά τραγούδια, γραμμένα πολλές φορές σε απόσταση αιώνων το ένα από το άλλο, έχουν τέτοια ομοιογένεια και συνέπεια, σαν να είναι έργο του ίδιου χεριού, της ίδιας συνείδησης. Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες ατελείωτες γι’ αυτόν τον πλούτο. Τι στίχοι! Τι παρομοιώσεις, τι μεταφορές, τι λέξεις ζωντανές! Ο αόρατος αυτός δημιουργός είναι για μένα το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που θα μπορούσα να διαβάσω ποτέ. Δεν υπήρξε, ίσως, καλύτερο σχολείο για μένα από εκείνα τα ήθη και τα έθιμα της παράδοσης της Κρήτης. Από εκεί, σκαλίσθηκε η γλώσσα και ο τρόπος που γράφω. Χωρίς να ξεφεύγω από τον λόγο του και τη γλώσσα της εποχής, τον οποίο θα ήθελα να κρατήσω ζωντανό και να εξελίξω, έχω σεβαστεί την παράδοση και τις αξίες της και ταυτόχρονα έχω αναδειχθεί σαν δημιουργός της εποχής μας».
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα