Του Παύλου Ελευθεριάδη – Η δημοσκοπική καχεξία των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδίως η υποχώρηση του Σύριζα, από το δεύτερο κόμμα σε μονοψήφια ποσοστά τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν δώσει πρακτική σημασία στο ερώτημα τι χρειάζεται η αντιπολίτευση σήμερα στην Ελλάδα.
Σε ένα προεδρικό σύστημα, όπως π.χ. σήμερα στις ΗΠΑ, ο ρόλος της αντπολίτευσης είναι περιορισμένος. Ο Πρόεδρος εκλέγεται για τέσσερα χρόνια, όσο καταστροφική και αν είναι η θητεία του. Η αντπολίτευση μπορεί μόνο να συμμετέχει στο νομοθετικο έργο, ψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας τις προτάσεις νόμων του πλειοψηφικού κόμματος. Η αναζήτηση ρόλου είναι κάτι που το παρατηρούμε σήμερα στο Δημοκρατικό Κόμμα. Η φύση της προεδρικής εκλογής έχει αφήσει τους Δημοκρατικύς χωρίς ορατή ηγεσία απέναντι στις διαρκείς προκλήσεις και αυθαιρεσείες της κυβέρνσης Τραμπ. Αυτό δυστυχώς θα διαρκέσει άλλα δύο χρόνια, μέχρι να αρχίσουν προκριματικές εκλογές για τον νέο υποψήφιο πρόεδρο των Δημοκρατικών.
Σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα ο ρόλος της αντιπολίτευσης είναι όμως πιο σημαντικός και πιο δiαρκής. Ένας κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός οφείλει την θέση του στη Βουλή και ελέγχεται διαρκώς από την αρχή της δεδηλωμένης. Πρέπει να αποδεικνύει κάθε εβδομάδα ότι η πλειοψηφία των βουλευτών τον σηρίζει.
Σε ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, με ισχυρές τοπικές οργανώσεις κομμάτων χωρίς πολιτική διαφθορά, οι βουλευτές μπορεί να στραφούν κατά μιας ανίκανης ή αποτυχημένης ηγεσίας. Έτσι για παράδειγμα οι βουλευτές των Συντηρητικών έδιωξαν από την ηγεσία του κόμματός τους και από την Πρωθυπουργία την Μάργκαρετ Θάτσερ, την Λιζ Τρας και τον Μπόρις Τζόνσον. Ο ρόλος της αντιπολίτευσης ήταν καθοριστικός σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, αφού αναδείκνυε μέσα στην Βουλή τiς αποτυχίες των πρωθυπουργών, π.χ. για τον «κεφαλικό φόρο» (‘poll tax’) επί Θάτσερ ή για την κατάρρευση της οικονομικής εμπιστοσύνης από τις ανεύθυνες φορολογικές ελαφρύνσεις από την Τρας.
Πιο πρόσφατα η παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον έγινε αναγκαία επειδή η αντιπολίτευση μαζί με κυβερνητικούς βουλευτές ερευνούσε αν ο Τζόνσον είχε πει ψέμματα στη βουλή για τις παράνομες συγκεντρώσεις στην πρωθυπουργική κατοικία την περίοδο του Κορωνοιού. Η Επιτροπή «Προνομίων» της βουλής – πάντα με πρόεδρο από την αντιπολίτευση – έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στον έλεγχο και στην αποκάλυψη της συστηματικής ψευδολογίας του Μπόρις Τζόνσον. Η Βουλή έπαιξε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο (και γι αυτό το 2019 ο Μπόρις Τζόνσον προσπάθησε να την κλείσει με πρόσχημα εκτατεμένες «διακοπές» (‘prorogation’), ώστε να περάσει η έξοδος από την ΕΕ χωρίς έλεγχο, και γι αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε – ομόφωνα – ότι το κλείσιμο της Βουλής ήταν κάτι παράνομο σύμφωνα με το άγραφο Βρετανικό Σύνταγμα). Στην Βρετανία δεν υπήρξε ποτέ καμμία υποψία ότι οι βουλευτές που έδιωξαν την αποτυχημένη ηγεσία ήταν «αποστάτες» ή διεφθαρμένοι ή δωροδοκούμενοι. Η Βουλή είχε την απαραίτητη αξιοπιστία, και το ίδιο και το Ανώτατο Δικαστήριο.
Δυστυχώς σε εμάς η Βουλή δεν παίζει αυτόν τον ελεγκτικό ρόλο. Οι κοινοβουλευτικές και ελεγκτικές επιτροπές είναι κυρίως διακοσμητικές. Ακόμα και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός το παραδέχτηκε για την επτροπή για τα Τεμπη – ενώ παραδέχθηκε ότι κάτι έκανε στραβά ο ανηψιός του στο θέμα των υποκλοπών πολιτικών του αντιπάλων όχι ενώπιον της Βουλής, αλλά μόνο στην (αγγλόφωνη) συνέντευξή του στο ποντκαστ των Αλισταιρ Κάμπελ και Ρορυ Στιούαρτ. Πράγματι, τα πραγματικά ή διαφαινομενα σκάνδαλα της κυβέρνησης – οι υποκλοπές πολιτικών προσώπων και στρατιωτικών, οι επαναπροωθήσεις και η συγκάλυψή τους από την δικαιοσύνη και την αστυνομία, ο θάνατος 650 μεταναστών σε μυστηριώδεις συνθήκες με την βύθιση του αλιευτικού Αντριάνα, οι στενές σχέσεις της κυβέρνησης με επιχειρηματίες που αν και είναι κατηγορούμενοι για απάτη σε σχέση με την σύμβαση 717 αγοράζουν εσχάτως κάποια από τα πιο μεγάλα μέσα ενημέρωσης της χώρας – συζητώνται στα καφενεία της χώρας και τα δημοσιογραφικά γραφεία, αλλά όχι στην Βουλή.
Δυστυχώς – με διακομματική ευθύνη των Προέδρων της Βουλής της τελευταίας εικοσαετίας – ο ρόλος της βουλής ως ελεγκτικού μηχανισμού είναι στη χώρα μας εξαιρετικά αδύναμος. Το έλλειμα θεσμών μας σχετίζεται και με την καχεξία της Βουλής.
Ο πιο σημαντικός ρόλος της αντιπολίτευσης είναι όμως η πρόταση εναλλακτικών προτάσεων διακυβέρνησης. Αυτό στη χώρα μας δυστυχώς συχνά παρεξηγείται. Υπάρχει έντονη η εντύπωση ότι ο ρόλος της αντιπολίτευσης είναι να αναδείξει το ένα πρόσωπο που θα είναι ο εναλλακτικός πρωθυπουργός. Πιστεύω ότι εξαιτίας της σύμφυτης ματαιοδοξίας τους πολλοί πολιτικοί ηγέτες – και επίδοξοι ηγέτες – πιστεύουν ότι η επιτυχία του κόμματός τους εξαρτάται αποκλειστικά από αυτούς. Έχουν πείσει τους ευαυτούς τους ότι αν αποδειχθούν πιο «άριστοι», πιο «πετυχημένοι» ή πιο καπάτσοι ή πιο αδίστακτοι από τον άλλον, τότε ο λαός θα τους επιβραβεύσει. Θυμάμαι παλιά η ΝΔ έψαχνε τον «αντί-Ανδρέα».
Κατά την γνώμη μου η προσωποπαγής αυτή αντίληψη της πολιτικής είναι εντελώς λανθασμένη ακόμα και για την χώρα μας, που η πολιτική είναι συχνά προσωποπαγής (και τα κόμματα προσωπικές βαρωνείες). Το εκλογικό σώμα γνωρίζει ότι η διακβυέρνηση είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο και εξαρτάται από την ισχυρή ομάδα που περιστοχίζει τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Η έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης στο πολιτικό μας σύστημα στο σύνολό του δείχνει, πιστεύω, ότι το εκλογικό σώμα γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να αλλάξουν τα πράγματα. Ξέρει ότι οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και – αν γίνεται – διακομματική συναίνεση και ισχυρή και ικανή επιτελική ομάδα. Μπορεί η αντιπλίτευση να πορουσίασει τέτοια ετοιμοπόλεμη ομάδα; Σήμερα αυτό είναι αμφίβολο. Δεν νομίζω ότι είναι κάτι που το προσπαθεί. Υπάρχει μεγαλύτερη έμφαση στην αποδόμηση της κύβέρνησης, από το κτίσιμο μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής. Αυτό για μένα είναι σημαντικό πολιτικό σφάλμα. Η εναλλακτική πρόταση είναι σήμερα κάτι πιο επείγον στις σημερινές συνθήκες αβεβαιότητας και διεθνούς ρευστότητας.
Αν η αντιπολίτευση ήθελε να παρουσιάσει πρόγραμμα πραγματικής εναλλακτικής διακυβέρνησης προς ένα δύσπιστο εκλογικό σώμα θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να μην ισχυριστεί ότι έχει τις μαγικές λύσεις ή ότι μαγικά ένας νέος «ηγέτης» θα τα αλλάξει όλα (επειδή δήθεν η κυβέρνηση είναι διεφθαρμένη ή ανύπαρκτη). Αυτό όλοι γνωρίζουμε ότι δεν γίνεται.
Στις σημερινές συνθήκες χαμηλής εμπιστοσύνης θα πρότεινα στην αντιπολίτευση να κάνει το ακριβώς αντίθετο: να προτείνει μακροπρόθεσμες λύσεις, μακροπρόθεσμη στρατηγική στη βάση μιας άμεσης διακομματικής συναίνεσης με την Νέα Δημοκρατία – που θα συνεχιστεί και μετά τις εκλογές, όποιος και αν είναι πρωθυπουργός.
Αντί η αντιπολίτευση να καταγγείλει την Νέα Δημοκρατία ως εχθρό του έθνους – κάτι που διαρκώς κάνουν τα ανεύθυνα και ελαφρώς γελοία «αντισυστημικά» κόμματα – θα έπρεπε να της προτείνει να συνεργαστούν σήμερα για σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή θα ήταν για μένα μια πραγματική εναλλακτική πρόταση διακευβέρνησης: η διακομματική συνεργασία με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Το έργο της Αντιπολίτευσης σε ένα δημοκρατικό σύστημα είναι δύσκολο. Η κυβέρνηση ελέγχει την καθημερινότητα. Στην Αντιπολίτευση μένει η ανάδειξη μιας εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, που αναγκαστικά συμπληρώνει την δημοσιότητα, δεν την καθοδηγεί. Αυτό δεν σημαίνει απλά άλλο πρόσωπο στο τιμόνι. Το πρόσωπο μπορεί να είναι κάτι σχετικά αδιάφορο. Κάποιες φορές, όταν τα προβλήματα είναι τόσο δομικά και τόσο σοβαρά, όταν η παραμονή μας στο Ευρώ αμφισβητήθηκε και μπορεί να αμφισβητηθεί ξανά, η μόνη εναλλακτική διακυβέρνηση είναι η διακομματικη συνεργασία, ακόμα και με την σημερινή κυβέρνηση – όσο αποτυχημένη και αν είναι.
Γιατί δεν το βλέπει αυτό η σημερινή αντιπολίτευση και γατί δεν προτείνει πρακτικές διακομματικές λύσεις για ουσιώδεις και με μακροπρόθεσμο ορίζοντα μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, την υγεία, την δημόσια διοίκηση, την δικαιοσύνη κλπ. – που θα φέρουν την κυβέρνηση σε διαρκώς πιο δύσκολη θέση στη Βουλή – είναι κάτι που δεν μπορώ να το κατανοήσω.
*Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής νομικής στα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και Οξφόρδης. Ήταν στέλεχος και υποψήφιος με το Ποτάμι την περίοδο 2014-2016. Το παρών άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο Βήμα
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα