Η αύξηση του κατώτατου μισθού, η εκκίνηση της διαδικασίας στήριξης των συλλογικών συμβάσεων
Σε κομβικό έτος για την ελληνική αγορά εργασίας αναδεικνύεται το 2026, καθώς συνδυάζει μισθολογικές αυξήσεις, θεσμικές αλλαγές και παρεμβάσεις στον τρόπο οργάνωσης της εργασίας.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, η εκκίνηση της διαδικασίας στήριξης των συλλογικών συμβάσεων, η επέκταση της ευελιξίας, καθώς και η ψηφιοποίηση των εργασιακών σχέσεων εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στρατηγικά από ένα μοντέλο χαμηλού κόστους εργασίας σε ένα σχήμα υψηλότερων αμοιβών, παράλληλα, βέβαια, με την αύξηση της παραγωγικότητας.
Μία από τις πιο πολυσυζητημένες αλλαγές που αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή από τις αρχές του νέου έτους αφορά τη δυνατότητα υπέρβασης του οκταώρου – έως 13 ώρες απασχόλησης σε έναν εργοδότη, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις: από το υπουργείο Εργασίας διαβεβαιώνουν πως δεν αλλάζουν το 8ωρο και η εβδομαδιαία βάση των 40 ωρών.
Η δυνατότητα για 13 ώρες (δηλαδή 1+3 ώρες υπερεργασία και υπερωρία πέραν του οκταώρου) ισχύει κατ’ εξαίρεσιν και μόνο με συγκατάθεση του εργαζομένου και τη διασφάλιση τουλάχιστον 11 ωρών καθημερινής ανάπαυσης μεταξύ δύο βαρδιών. Παράλληλα, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να απολυθεί εάν αρνηθεί να εργαστεί πέραν των οκτώ ωρών. Η συγκεκριμένη παρέμβαση αποσκοπεί –κατά την κυβέρνηση– στο να προσφέρει αυξημένο εισόδημα και ευελιξία σε τομείς όπως ο τουρισμός και η εστίαση, ενώ οι επικριτές εκτιμούν πως ενισχύονται τα επισφαλή ωράρια εργασίας, αναφέρει το moneyriview.gr.
Παράλληλα, με την έναρξη του 2026 έρχονται αλλαγές, όπως εξπρές προσλήψεις και αποχωρήσεις, με «μία κίνηση» μέσω ψηφιακών εργαλείων – αντί για πολλαπλά έντυπα και διαδικασίες, καθώς και fast-track προσλήψεις και συμβάσεις για σύντομες ανάγκες (π.χ. για δύο ημέρες κατά την περίοδο αιχμής).
Κρίσιμο θεωρείται επίσης το πώς θα εφαρμοστούν από την αγορά οι ρυθμίσεις ευέλικτης οργάνωσης του χρόνου εργασίας σε επίπεδο εβδομάδας, μήνα ή έτους, εφόσον υπάρχει συμφωνία με τον εργαζόμενο, αλλά και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας ώστε να επιτρέπεται η τετραήμερη εργασία με πλήρη εβδομαδιαία απασχόληση, υπό συγκεκριμένες συμφωνίες.
Η προγραμματισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού κοντά στα 920 με 925 ευρώ μεικτά από την 1η Απριλίου 2026, με προοπτική τα 960 ευρώ το 2027, αναμένεται να ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα σημαντικού τμήματος της μισθωτής απασχόλησης. Αλλωστε, περίπου το 23% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με αποδοχές κοντά στον κατώτατο μισθό.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η αύξηση των κατώτατων αποδοχών αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην κατανάλωση, αλλά περιορισμένη συμβολή στη συνολική παραγωγικότητα, καθώς δεν συνοδεύεται αυτομάτως από αύξηση της προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται κατά περίπου 30% του μέσου όρου της Ευρωζώνης σε όρους παραγωγικότητας εργασίας, γεγονός που δημιουργεί ένα διαρκές χάσμα μεταξύ μισθολογικών στόχων και πραγματικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Η προσπάθεια αύξησης της κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων από περίπου 30% σήμερα στο 80% συνιστά τη βαθύτερη θεσμική αλλαγή της επόμενης διετίας. Η προσέγγιση αυτή ευθυγραμμίζεται με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά μεταφέρει το βάρος των μισθολογικών αυξήσεων από τον κατώτατο μισθό στον κλαδικό καθορισμό αποδοχών.
Ο στόχος για μέσο μισθό 1.500 ευρώ το 2027 προϋποθέτει ετήσιες αυξήσεις άνω του 5% στους ονομαστικούς μισθούς, ποσοστό που υπερβαίνει την αναμενόμενη αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό δημιουργεί εύλογο προβληματισμό για την ανταγωνιστικότητα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ιδίως σε κλάδους έντασης εργασίας όπως το εμπόριο, η εστίαση και οι υπηρεσίες.
Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται το 2026 να κινηθεί κοντά στο 8% ή και χαμηλότερα, συνεχίζοντας την πτωτική τάση των τελευταίων ετών. Ωστόσο, η εικόνα αυτή συγκαλύπτει σημαντικές δομικές ανισορροπίες: ακόμη, η ανεργία στους νέους και στις γυναίκες είναι ιδιαίτερα υψηλή, υπάρχουν μεγάλες γεωγραφικές αποκλίσεις, παρατηρείται έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού σε δυναμικούς κλάδους, ενώ η εγχώρια αγορά παρουσιάζει ταυτόχρονα πολύ υψηλό αριθμό κενών θέσεων και σημαντικά υψηλό αριθμό ανενεργών ατόμων σε ηλικία εργασίας.
Η εφαρμογή του «Εργάνη ΙΙ» και η γενίκευση της ψηφιακής κάρτας εργασίας εντός του νέου έτους αναμένεται να ενισχύσουν τη διαφάνεια και να περιορίσουν τη μη δηλωμένη εργασία. Η πλήρης λειτουργία του νέου πληροφοριακού συστήματος από τον Φεβρουάριο του 2026 σηματοδοτεί τη μετάβαση σε ένα πιο ψηφιοποιημένο εργασιακό περιβάλλον με το νέο σύστημα να υπόσχεται:
- Απλούστευση προσλήψεων και αποχωρήσεων.
- Κατάργηση εγγράφων και επαναλαμβανόμενων δηλώσεων.
- Αμεση πρόσβαση των εργαζομένων στα στοιχεία τους.
- Καλύτερο έλεγχο της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας.
Σε συνδυασμό με την επέκταση της ψηφιακής κάρτας εργασίας στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα, το υπουργείο Εργασίας στοχεύει στη διαφάνεια των ωραρίων και στην καταγραφή των υπερωριών. Οι εργοδοτικές οργανώσεις βλέπουν θετικά τη μείωση γραφειοκρατίας, αλλά εκφράζουν ανησυχία για αυξημένους ελέγχους και πρόστιμα.
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα









