Οικονομία 10.12.2025, 20:42

Σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα παραμένει η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα

Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας του ΚΕΦΙΜ, το 2024, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας βρισκόταν περίπου 14% χαμηλότερα

Σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα παραμένει η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, εξηγώντας σε έναν βαθμό την υστέρηση και των εισοδημάτων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας του ΚΕΦΙΜ, το 2024, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας βρισκόταν περίπου 14% χαμηλότερα σε σχέση με το 2009, ενώ η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο παρέμενε ακόμη πιο πίσω, περίπου 18% κάτω από τα επίπεδα του 2009. Η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση στην ομάδα των χωρών της κρίσης, καθώς κανένας από τους βασικούς δείκτες παραγωγικότητας δεν έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2009.

Η επίδοση ανά εργαζόμενο δείχνει κατακόρυφη πτώση στα πρώτα χρόνια της κρίσης, με τον δείκτη να κατρακυλά από τις 96,9 μονάδες το 2010 σε μόλις 83,3 το 2014, ενώ το 2020 φτάνει στο ιστορικό χαμηλό των 76,9 μονάδων λόγω της πανδημίας. Αντίστοιχα, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας μειώνεται σταθερά την περίοδο 2010–2015 και σταθεροποιείται μετά το 2016 γύρω στις 85–88 μονάδες, χωρίς ουσιαστική επαναφορά στο επίπεδο βάσης.

Σε κλαδικό επίπεδο, η εικόνα είναι ιδιαίτερα ανομοιογενής. Ο πρωτογενής τομέας εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις, η βιομηχανία παραμένει κοντά στο επίπεδο του 2009 (έτος βάσης = 100 μονάδες), ενώ οι κατασκευές παρουσιάζουν τη βαθύτερη πτώση, αγγίζοντας το 2014 τις 51,97 μονάδες.

Ο κλάδος εμπορίου–μεταφορών–εστίασης παραμένει σε μόνιμα χαμηλή τροχιά (61,47 το 2024), ενώ η ενημέρωση–επικοινωνία επίσης δεν έχει ανακάμψει. Αντίθετα, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αποτελούν τον μοναδικό τομέα που υπερβαίνει σαφώς το προ κρίσης επίπεδο, φτάνοντας τις 107,08 μονάδες το 2024.

Ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα που προκύπτει από τα στοιχεία αυτά είναι ότι οι διεθνώς εμπορεύσιμοι κλάδοι (πρωτογενής τομέας και βιομηχανία) επηρεάστηκαν σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τους μη εμπορεύσιμους (κατασκευές, εμπόριο, ενημέρωση, υπηρεσίες).

Το γεγονός αυτό πιθανότατα οφείλεται στο ότι η πτώση της παραγωγικότητας στους τελευταίους δεν σχετίζεται τόσο με την ποσότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών που παράγονται ανά ώρα εργασίας, όσο με τη μείωση της τιμής στην οποία διατίθενται, σημειώνει το ΚΕΦΙΜ. Με απλά λόγια, στους διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους οι τιμές και κατ’ επέκταση η παραγωγικότητα παρέμειναν σχετικά σταθερές επειδή υπήρχε η δυνατότητα εξαγωγών, ενώ στους μη εμπορεύσιμους κλάδους οι τιμές και κατ’ επέκταση η παραγωγικότητα υποχώρησαν λόγω της κρίσης.

Παράλληλα, η παραγωγικότητα διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα και με το μέγεθος της επιχείρησης. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1–9 εργαζόμενοι) παραμένουν οι λιγότερο παραγωγικές, ενώ οι μεγάλες και πολύ μεγάλες εμφανίζουν υψηλότερους δείκτες σε όλη την περίοδο. Συνολικά, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια σταδιακή μερική ανάκαμψη, αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται σαφώς του επιπέδου παραγωγικότητας του 2009, κάτι που περιορίζει τη δυνατότητα διατηρήσιμης αύξησης των εισοδημάτων.

Τα στοιχεία αποκαλύπτουν μια από τις πιο δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η οποία βρίσκεται στον έντονο κατακερματισμό της επιχειρηματικής βάσης και την αδυναμία των μικρών επιχειρήσεων να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους, τονίζει το ΚΕΦΙΜ.

Η απόσταση από τις μεγάλες επιχειρήσεις όχι μόνο παραμένει μεγάλη, αλλά σε ορισμένες περιόδους διευρύνθηκε, περιορίζοντας έτσι την ικανότητα της οικονομίας να συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά επίπεδα παραγωγικότητας και να χτίσει βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική.

Στην συνεισφορά κάθε κλάδου στην οικονομία, η Ελλάδα σημειώνει χαμηλά ποσοστά προστιθέμενης αξίας στο ΑΕΠ σε κατασκευές, ενημέρωση-επικοινωνία και επαγγελματικές/διοικητικές υπηρεσίες, αλλά υψηλά στον πρωτογενή τομέα, στις δραστηριότητες ακινήτων και ειδικά στο εμπόριο, τις μεταφορές, τη διαμονή και την εστίαση.

Στα πεδία αυτά μάλιστα, το μερίδιο στο ελληνικό ΑΕΠ παραμένει ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από το 2019 στο 2024 η ελληνική οικονομία ενισχύει σταδιακά τον ρόλο των υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και της μεταποίησης, ενώ καταγράφει αισθητές υποχωρήσεις σε τομείς που είχαν υπερμεγέθη παρουσία στο παρελθόν, όπως τα ακίνητα και ο δημόσιος τομέας.

Οι διαφορές αυτές καταδεικνύουν μία ήπια πραγματική μετατόπιση του παραγωγικού μοντέλου προς πιο διαφοροποιημένες πηγές ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο, σημαντικές αποκλίσεις.


Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα