Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης
Σταθερή αξία αποτελούν για τα ελληνικά νοικοκυριά οι τοποθετήσεις σε ακίνητα, που αντιπροσωπεύουν το 70% της συνολικής περιουσίας τους, με την αξία τους να υπολογίζεται κοντά στα 500-600 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, όπου κατά μέσον όρο τοποθετούν το 45% των περιουσιακών τους στοιχείων σε ακίνητα, προκρίνοντας τις τοποθετήσεις σε συνταξιοδοτικά προγράμματα, χρηματοοικονομικά προϊόντα και ομόλογα, στα οποία τοποθετούν το 37% των περιουσιακών τους στοιχείων.
Αντίστροφη είναι η κατάσταση στη χώρα μας, με τα νοικοκυριά να προκρίνουν ως δεύτερη επενδυτική επιλογή τις καταθέσεις, που αντιπροσωπεύουν το 20% της συνολικής περιουσίας τους (150 δισ. ευρώ με βάση τα τελευταία στοιχεία Αυγούστου 2025), έναντι μέσου όρου 15% στην Ευρωζώνη.
Σε συνταξιοδοτικά προγράμματα έχουν τοποθετήσει μόλις το 5% της περιουσίας τους (έναντι μέσου όρου 25% στην Ευρωζώνη) και άλλο ένα 5% είναι τοποθετημένο σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, έναντι 12% στην Ευρωζώνη (10% σε μετοχικούς τίτλους και αμοιβαία κεφάλαια και το 2% σε ομόλογα). Ακόμα και σε χώρες με υψηλά ποσοστά τοποθετήσεων σε ακίνητα, όπως η Ιταλία, το 20% των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών είναι τοποθετημένο σε συνταξιοδοτικά και χρηματοοικονομικά προϊόντα, ενώ σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία τα ποσοστά αποταμίευσης σε συνταξιοδοτικά και χρηματοοικονομικά προϊόντα φτάνουν το 45%-50%.
Ο «συντηρητισμός» των Ελλήνων στις επενδυτικές επιλογές τους δεν εξαντλείται μόνο στα ακίνητα. Αφορά εξίσου και τις τοποθετήσεις σε ρευστά διαθέσιμα, αφού σύμφωνα με τις αναλύσεις των τομέων διαχείρισης περιουσίας των τραπεζών, τα ελληνικά νοικοκυριά διατηρούν πάνω από το 60% του χρηματοοικονομικού πλούτου τους σε μετρητά, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια των καταθέσεων στη χώρα μας είναι από τα χαμηλότερα σε σύγκριση με τα επιτόκια άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το ποσοστό μεταξύ των ενηλίκων που έχουν στην κατοχή τους επενδυτικά προϊόντα είναι λιγότερο από 10%. Μετοχές έχει το 8% των ενηλίκων, επενδυτικό λογαριασμό το 5% και αμοιβαία κεφάλαια μόλις το 2%, ενώ το 3% έχει ομόλογα και περίπου το 1% έχει ομόλογα ή έντοκα γραμμάτια του ελληνικού ∆ημοσίου.
Η εικόνα αυτή κατατάσσει την Ελλάδα σε μια από τις χαμηλότερες θέσεις στην ευρωπαϊκή αγορά των υπό διαχείριση κεφαλαίων –στη 16η θέση μεταξύ 21 χωρών–, με υπό διαχείριση κεφάλαια μόλις 22 δισ. ευρώ, έναντι 44 δισ. ευρώ που έχει η Πορτογαλία (κατατάσσεται στη 14η θέση), 506 δισ. ευρώ που έχει η Ισπανία (κατατάσσεται στην 7η θέση), ενώ πολλαπλάσια είναι τα υπό διαχείριση κεφάλαια αγορών όπως η Ιταλία, που φθάνει το 1,5 τρισ. ευρώ, και η Γαλλία, που ξεπερνάει τα 4,8 τρισ. ευρώ.
Στελέχη της αγοράς του asset management αποδίδουν τον χαμηλό βαθμό κατοχής επενδυτικών προϊόντων στο χαμηλό επίπεδο χρηματοοικονομικού εγγραμματισμού, με το 44% των ενηλίκων να δηλώνει ότι δεν γνωρίζει πώς να αποταμιεύει ή να επενδύει μακροπρόθεσμα, ενώ λιγότεροι από τους μισούς ενηλίκους κατανοούν την έννοια της διαφοροποίησης του κινδύνου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών, σημαντικό ποσοστό των ενηλίκων επιδεικνύει στάση βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, με περισσότερους από τους μισούς (55%) να πιστεύουν ότι τα χρήματα υπάρχουν για να ξοδεύονται, το 37% να έχει την τάση να ζει για το σήμερα και να αδιαφορεί για το αύριο και το 29% να θεωρεί ότι είναι πιο ικανοποιητικό να ξοδεύει χρήματα παρά να τα αποταμιεύει για το μέλλον.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς διαχείρισης περιουσίας, η αξία των τοποθετήσεων σε ακίνητα ενισχύεται από τη σταθερή άνοδο των τιμών τα τελευταία χρόνια, αλλά η δημιουργία αυτής της υπεραξίας αποτελεί αντικίνητρο για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού, που έχει μάλιστα μεγαλύτερη ανάγκη αποταμίευσης. Οπως εξηγούν, εξαιτίας της ανόδου των τιμών των ακινήτων, η αγορά με τη μορφή επένδυσης είναι πλέον απαγορευτική για έναν σημαντικό αριθμό νοικοκυριών, που δεν διαθέτουν το κεφάλαιο για μια τέτοια κίνηση, αναδεικνύοντας τη σημασία που έχει η αποταμίευση σε χρηματοοικονομικά μέσα, ειδικά για τα νοικοκυριά με μικρά ή μεσαία εισοδήματα. Σε αντίθεση με την αγορά ακινήτου που απαιτεί σημαντικά κεφάλαια, «η επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστικά προϊόντα ή σε συνδυασμούς καταθετικών και επενδυτικών λογαριασμών απαιτεί μικρά ποσά και μπορεί να εξασφαλίσει ένα συμπληρωματικό εισόδημα σε βάθος χρόνου», ενισχύοντας το επίπεδο της αποταμίευσης, που παραμένει αρνητικό και είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη, καταγράφοντας μείωση 3,6% το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Πηγή: MONEYRIVIEW.GR
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα