Τι δηλώνει η μοναδική Ελληνίδα παραγωγός Κεχριού στην Ελλάδα, Μαρία Μπότη, για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, τις επιδοτήσεις και τις κινητοποιήσεις των αγροτών
Η υπόθεση με τις παράτυπες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ άφησε βαθύ αποτύπωμα στον αγροτικό κόσμο, προκαλώντας οργή, δυσπιστία και ένα συλλογικό αίσθημα αδικίας. Η Μαρία Μπότη, χωρίς να μασάει τα λόγια της, λέει ξεκάθαρα: «Αυτό που αποκαλύφθηκε το τελευταίο διάστημα ήταν κάτι που λέγαμε χρόνια, «το έβλεπα, δεν το πίστευα». Ξέραμε ότι “κάτι συμβαίνει με τα χρήματα“, αλλά όχι σε αυτό το μέγεθος».
Η ίδια επιμένει πως η δημόσια συζήτηση πρέπει να απαγκιστρωθεί από τις εύκολες γενικεύσεις, «Δεν ήταν ο απλός κόσμος. Μιλάμε για ένα μικρό ποσοστό, με τεράστια όμως απώλεια πόρων. Δεν μπορείς να αποκαλείς απατεώνα όποιον έλαβε επιδότηση. Κάποιοι πήραν παραπάνω, ναι. Αυτό όμως μπορεί να ανταποκρίνεται στη δουλειά τους. Πρέπει επιτέλους να σταματήσει αυτός ο αυτόματος στιγματισμός».
Κατά τη Μ. Μπότη, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στις παρατυπίες, αλλά στη νομιμοποιημένη δυσλειτουργία, «Κάποιοι παρανόμησαν νομίμως. Ο νόμος το επέτρεπε. Δεν ήταν μια μυστική απάτη πίσω από κλειστές πόρτες, ήταν μια διαδικασία με τις «ευλογίες του ΟΠΕΚΕΠΕ».
Και εδώ, αλλάζει τόνο. Μιλά για κάτι βαθύτερο, την απουσία ελέγχου και διαφάνειας στη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
«Πηγαίνουν στην Ε.Ε., ζητούν χρήματα για τους αγρότες και μετά τα διαχειρίζονται χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίνουν. Πήραμε τα κονδύλια; Ωραία. Πώς τα διοχετεύσαμε; αξιοποιήθηκαν; περίσσεψαν; Γιατί πληρώνουμε συνεχώς ποινές στην ΚΑΠ;»
Γιατί οι αγρότες κατεβαίνουν στους δρόμους και γιατί η ίδια θα απεργούσε
Δεν δικαιολογεί τα πάντα, αλλά εξηγεί, «Οι αγρότες απεργούν, ναι. Αλλά για λάθος λόγους, πολλές φορές. Εγώ θα απεργούσα όχι για αυτό που έγινε, αλλά γι’ αυτό που μας έφερε εδώ: την απουσία ελέγχου, οργάνωσης και δικαιοσύνης.» Και συμπληρώνει, «Αν θέλουμε νέους ανθρώπους στη γη, χρειαζόμαστε κράτος που δεν λειτουργεί με βαρίδια αλλά με εφόδια.»
Η Κρήτη, ο πόνος και η «ρετσινιά»
Η συζήτηση οδηγείται αναπόφευκτα στη στοχοποίηση των Κρητικών παραγωγών, «Λάτρεψα την Κρήτη. Γνώρισα ανθρώπους τίμιους, περήφανους, με λάδι, με κρασί, με παράδοση. Δεν είναι απατεώνες οι Κρητικοί, αδικημένοι είναι. Όλα μπορεί να τα αντέξει κανείς – εκτός από την αδικία. Και η αδικία είναι το μόνο αμάρτημα που δεν φτάνει στο δικαστήριο.»
Και εξηγεί με ακρίβεια το ζήτημα των δενδρωδών καλλιεργειών και των ασύμμετρων επιδοτήσεων, κάτι που “γονάτισε” τους Κρητικούς επί χρόνια.
«Η περίπτωση της Κρήτης είναι χαρακτηριστική. Οι περισσότεροι καλλιεργητές έχουν μικρές εκτάσεις, κυρίως δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως τα αμπέλια και οι ελιές. Κι όμως, σε καμία ΚΑΠ δεν υπήρξε μια ουσιαστική πρόβλεψη για αυτούς τους ανθρώπους. Τι σήμαινε αυτό στην πράξη; Ότι κάθε φορά που έφτανε η ώρα της αποζημίωσης ή της επιδότησης, η αδικία ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Φανταστείτε έναν άνθρωπο με 50 στρέμματα αμπέλι – τεράστια έκταση για τα δεδομένα πολλών νησιωτικών περιοχών. Όταν ερχόταν η στιγμή να ενισχυθεί οικονομικά, έβλεπε στον λογαριασμό του 10 ή 15 χιλιάδες ευρώ. Χρήματα που σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν ούτε τα ημερομίσθια για το κλάδεμα ή τον τρύγο. Δεν “βγαίνουν” τα βασικά έξοδα παραγωγής.
Αντίστοιχα, κάποιος με 50 στρέμματα δέντρων, σε όρους πραγματικού κόστους και εργασίας, ισοδυναμεί με 500 στρέμματα σιτηρών. Κι όμως, οι επιδοτήσεις υπολογίζονταν στρεμματικά, χωρίς αναλογικότητα. Την ίδια στιγμή, στον ΕΛΓΑ πληρώναμε ασφάλιστρα «ανά δέντρο», αλλά όταν ερχόταν η ώρα της αποζημίωσης, η αξιολόγηση γινόταν… ανά στρέμμα. Πώς μπορεί να σταθεί μια τέτοια λογική;
Το αποτέλεσμα; Ένα χάσμα που χρόνο με τον χρόνο εξάντλησε τους Κρητικούς παραγωγούς. Κάποια στιγμή βρέθηκαν άλλοι μηχανισμοί χρηματοδότησης και πολλοί -αναγκαστικά- επαναπαύτηκαν. Ύστερα ήρθαν οι διασταυρώσεις, οι έλεγχοι, και αποκαλύφθηκαν ποσά που –όπως τελικά αποδείχθηκε– δεν ήταν δίκαιο να έχουν λάβει. Και τότε, ολόκληρη η Κρήτη φορτώθηκε μια ρετσινιά: «Οι Κρητικοί έπαιρναν παραπάνω επιδοτήσεις.»
Μα αν δεν σκύψουμε στη ρίζα του προβλήματος, αν κλαδεύουμε το δέντρο χωρίς να το γιατρεύουμε, τότε η αδικία θα ανθίζει, αντί να ξεραίνεται. Δεν είναι απατεώνες οι άνθρωποι που δίνουν στο τραπέζι μας λάδι–χρυσάφι, κρασί, σταφίδα, προϊόντα που τιμούν την Ελλάδα. Όσοι γνώρισα εγώ, είπε η κα Μπότη, είναι άξιοι, σοβαροί, αξιοπρεπείς παραγωγοί.
Όσον αφορά τις απεργιακές κινητοποιήσεις των αγροτών, σχολιάζει, «Σέβομαι τον άνθρωπο που αγωνίζεται. Εκείνον που αφήνει το σπίτι του, πιάνει το τιμόνι του τρακτέρ και διεκδικεί όρθιος. Γιατί όπως και στον αγώνα, έτσι και στη ζωή, καλύτερα να κατέβεις στο γήπεδο και να δεις σε ποια θέση θα τερματίσεις, παρά να μείνεις θεατής, φοβισμένος να ξεκινήσεις.»

Όταν την ρωτώ γιατί συχνά βλέπουμε φωτογραφίες της μέσα σε υπουργικά γραφεία, εκείνη απαντά χωρίς δισταγμό, «Το θεωρώ αυτονόητο. Αν δεν συζητήσουν με εμάς, με ποιους θα συζητήσουν; Δεν γίνεται να έχουμε μεταφραστές στις σκέψεις μας. Θα γίνει σαν το σπασμένο τηλέφωνο. Θα φτάσει άλλη λέξη στα αυτιά τους.»
«Ο αγρότης δεν είναι ο ταλαίπωρος με τους ρόζους στα χέρια, είναι επιχειρηματίας, είναι η πρώτη γραμμή της χώρας»
Η Μαρία Μπότη γίνεται ιδιαίτερα αιχμηρή όταν η συζήτηση στρέφεται στην κοινωνική εικόνα του αγρότη και στη βαθιά, όπως λέει, παρεξήγηση ενός ολόκληρου επαγγελματικού κόσμου.
«Δεν είναι οι αγρότες ούτε εγκληματίες, ούτε απατεώνες, ούτε μπορούμε όλους να τους βάλουμε στο ίδιο καζάνι. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι εξαιρετικά σοβαροί επιχειρηματίες. Πρέπει να φύγουμε επιτέλους από την εικόνα του κακόμοιρου αγρότη, του ταλαίπωρου με τους ρόζους στα χέρια. Ο αγρότης σήμερα φοράει σακάκι. Διαχειρίζεται στόλους μηχανημάτων που είναι κυριολεκτικά κινητά εργοστάσια παραγωγής. Δεν μπορεί να συνεχίζεται αυτή η υποτίμηση».
Με σταθερή φωνή εξηγεί ότι η περιφρόνηση φέρνει εκτροπές και πως μέρος της στρεβλής πραγματικότητας των επιδοτήσεων ξεκίνησε από την έλλειψη σεβασμού και στήριξης.
«Όταν για χρόνια αντιμετωπίζεις έναν ολόκληρο κλάδο ως δεύτερης κατηγορίας, τότε κάποιοι θα αντιδράσουν λάθος. Κάποιοι ίσως κατέφυγαν σε παρατυπίες. Δεν δικαιολογώ κανέναν αλλά δεν θα δεχτώ ποτέ ότι είναι όλοι το ίδιο. Πρέπει να ξεκολλήσει το μυαλό μας και να μη σκέφτεται το ότι κάποιος λαμβάνει μεγαλύτερη επιδότηση δεν τον κάνει αυτομάτως απατεώνα. Μπορεί να ανταποκρίνεται στη δουλειά του».
Η φωνή της δυναμώνει όταν μιλά για το προσωπικό της βίωμα
«Ήμουν νέα αγρότισσα. Δεν με πίστευε κανείς. Έχω δεχθεί μπούλινγκ, απλά επειδή είμαι γυναίκα που διεκδικεί χώρο και πόρους στον αγροδιατροφικό τομέα. Είδα παιδιά να εγκαταλείπουν τα χωράφια γιατί δεν μπόρεσαν να πάρουν μηχανήματα, ενώ δικαιούνταν. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τυφλά το κράτος όταν οι αποφάσεις παίρνονται χωρίς εμάς, για εμάς. Όπως λέει κι ο Παπακωνσταντίνου: “Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα”».
Από εκεί προκύπτει και η μεγάλη της αγροτική και κοινωνική θέση.
«Δεν είναι ντροπή να ασχολείσαι με τη γη. Είναι ευλογία. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος που με γέμισε ενέργεια. Είμαι σπουδαγμένη, μιλάω ξένες γλώσσες, ταξιδεύω στα φόρουμ του εξωτερικού εκπροσωπώντας την Ελλάδα και νιώθω περήφανη για την επιλογή μου. Ο αγρότης δεν είναι φτωχός συγγενής. Είναι ο άνθρωπος που κρατάει στα χέρια του την επισιτιστική ασφάλεια μιας χώρας».
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα









