Του Δρ. Ιωάννη Γκιτσάκη – Κάθε καλοκαίρι η ίδια ιστορία. Ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εγχώριων μέσων και όλοι νιώθουν την ανάγκη να μιλήσουν ή να γράψουν κάτι για αυτόν, προσπαθώντας να πιάσουν το σφυγμό της επικαιρότητας. Το χορό ανοίγουν συνήθως οι οικονομολόγοι και «οικονομολογούντες», που βρίσκουν την ευκαιρία να μας προειδοποιήσουν (για πολλοστή φορά) αναφορικά με την υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό και την υπερβολική ανάπτυξη του τουρισμού «σε βάρος» των άλλων κλάδων της οικονομίας.
Τη σκυτάλη παίρνουν οι «επαγγελματίες» οικολόγοι και γενικότερα όσοι δεν βλέπουν και με πολύ καλό μάτι τις ιδιωτικές επενδύσεις και την ανάπτυξη της χώρας, οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να εκφράσουν τις ανησυχίες τους για τα μεγάλα τουριστικά και ξενοδοχειακά projects που εκτελούνται στη χώρα και τα οποία «καταστρέφουν» την αυθεντικότητα των νησιών μας και τα «ξεπουλούν» στους ξένους για να τα μετατρέψουν σε νέες «Μυκόνους».
Ενώ την αυλαία συνήθως κλείνουν οι δημοσιογράφοι και οι «δαιμόνιοι» ρεπόρτερ της ερευνητικής δημοσιογραφίας, οι οποίοι προς το τέλος Αυγούστου, δηλαδή (εντελώς συμπτωματικά), μετά από τις καλοκαιρινές διακοπές τους, δημοσιεύουν «πύρινα» άρθρα για τον «υπερτουρισμό» και τη μεγάλη ακρίβεια που υπάρχει στα ελληνικά νησιά (δηλαδή στις Κυκλάδες όπου πέρασαν τις διακοπές τους), που μετατρέπουν τα νησιά μας σε προορισμούς μόνο για «γερά πορτοφόλια» (το οποίο συνήθως μεταφράζεται στο ότι δεν ήταν πλέον μόνοι τους όπως τα προηγούμενα χρόνια στην αγαπημένη τους παραλία ή στο ότι πλήρωσαν για τις διακοπές τους κάτι παραπάνω σε σχέση με πέρσι).
Επειδή το φετινό καλοκαίρι τα σχετικά δημοσιεύματα φαίνεται να έχουν χάσει την όποια αντικειμενικότητά τους, και αποτυπώνουν μια μάλλον επιθετική στάση απέναντι στον ελληνικό τουρισμό, θεώρησα σκόπιμο να γράψω έναν αντίλογο, από τη σκοπιά ενός «ανήσυχου» τουρίστα και όχι ενός επαγγελματία του τουρισμού.
Θα ξεκινήσω, καταρχήν, απαντώντας στους οικονομολόγους, που ζητούν τον περιορισμό του τουρισμού και την ανάπτυξη των άλλων κλάδων της οικονομίας, ώστε να υπάρχει ένα ισορροπημένο οικονομικό μοντέλο στη χώρα, αντίστοιχο με αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η πρόταση αυτή θεωρώ πως εμπεριέχει δύο σοβαρά δομικά σφάλματα:
Πρώτον, δεν μπορείς να ζητάς από μια χώρα να μην εκμεταλλευτεί στο έπακρο ένα μεγάλο φυσικό συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει. Δεν μπορείς να αξιώνεις από μια χώρα που αναδεικνύεται διαρκώς ως η πρώτη, δεύτερη ή τρίτη ωραιότερη χώρα στον κόσμο και κατέχει το πέμπτο ισχυρότερο brand name στον παγκόσμιο τουριστικό, να εφαρμόσει ισορροπημένα οικονομικά μοντέλα άλλων ευρωπαϊκών χώρων που έχουν ελάχιστη σχέση με τον τουρισμό. Είναι σαν να υποστηρίζεις ότι η οικονομία της Σαουδικής Αραβίας είναι υπερβολικά εξαρτημένη από το πετρέλαιο και, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να μειώσει την παραγωγή και πώληση πετρελαίου και να αναπτύξει τον τουρισμό της, έτσι ώστε να αποκτήσει ένα ισορροπημένο οικονομικό μοντέλο.
Και δεύτερον, το γεγονός ότι ο τουρισμός στην Ελλάδα είναι περισσότερο αναπτυγμένος σε σχέση με άλλους κλάδους της οικονομίας, δεν μπορεί να οδηγεί στην πρόταση για περιορισμό του τουρισμού, προκειμένου να μπορέσουν να αναπτυχθούν και οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας, όπως η βιομηχανία και οι υπηρεσίες. Οι οποίοι δήθεν εμποδίζονται να αναπτυχθούν εξαιτίας της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού και της «κατάρας των πόρων» (resource curse), η οποία πλήττει χώρες με φυσικούς πόρους σε αφθονία (όπως η πλούσια φυσική κληρονομιά της Ελλάδας), όπως αναφέρεται σε άλλο άρθρο, με τον «βαρύγδουπο» τίτλο «Η “φούσκα” του τουρισμού».
Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι να περιοριστεί ο τουρισμός, αλλά να αναπτυχθούν δυναμικότερα οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας, προκειμένου να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη οικονομική ισορροπία. Το πως θα γίνει αυτό, ας το εξετάσουν οι σοφοί καθηγητές και οικονομολόγοι. Διότι το να αξιώνουν να κατεβάσει ο ελληνικός τουρισμός τον υψηλό πήχη που έχει κατακτήσει (μετά από χρόνιες και συνεχείς προσπάθειες όλων των ενασχολούμενων με την τουριστική «βιομηχανία» της χώρας), ώστε να μπορέσουν να τον υπερβούν οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας, σίγουρα δεν αποτελεί μια λογική, ρεαλιστική και εφικτή λύση.
Είναι σαν να απαιτείς από τον Μέσι να μην παίξει τη μπάλα που ξέρει, προκειμένου να μην εκτίθενται οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές που δεν έχουν το ταλέντο και τις ικανότητές του. Η λύση προφανώς δεν είναι να (αυτό)περιοριστεί ο Μέσι, για να μπορέσουν να τον φτάσουν οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές, αλλά να παραδειγματιστούν αυτοί από τον Μέσι και να προσπαθήσουν να του μοιάσουν ή και να τον ξεπεράσουν (δουλεύοντας προφανώς εξίσου σκληρά με αυτόν).
Διαβάζουμε, ακόμα, υπό τον επίσης «βαρύγδουπο» τίτλο «Ξαπλώστρα και σουβλάκι οι νέοι “πυλώνες” της οικονομίας», ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει τη βιομηχανία της. Ότι δεν διαθέτουμε πλέον εργοστάσια και βιομηχανική τεχνολογία, όπως διαθέτουν οι γείτονες μας στα Βαλκάνια και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ξεχνούν βέβαια να μας πουν όσοι τα γράφουν αυτά, το πότε, πως και γιατί καταστράφηκε η ελληνική βιομηχανία και ποιοι είναι εκείνοι που οδήγησαν στο κλείσιμο των εργοστασίων ή στη μεταφορά τους σε Βαλκανικές χώρες. Σίγουρα δεν είναι ο τουρισμός υπεύθυνος για αυτό.
Ενώ, τέλος, διαβάζουμε και για την ανάγκη ενίσχυσης των μικρών και μεσαίων βιοτεχνιών και γενικότερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Ξεχνούν όμως και πάλι να μας πουν, το ποιος οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξαιτίας της υψηλής φορολογίας και του υπέρογκου μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους λειτουργίας τους. Ευθύνεται ο τουρισμός για αυτό ή το ίδιο το Κράτος;
Επόμενο θέμα, τα μεγάλα τουριστικά και ξενοδοχειακά projects. Μόνιμη η αντίδραση ορισμένων «επαγγελματιών» οικολόγων, περιβαλλοντολόγων, πολιτικών φορέων και γενικώς όσων έχουν «αλλεργία» στις ιδιωτικές επενδύσεις, απέναντι σε κάθε μεγάλο έργο τουριστικής ανάπτυξης. Αυτή τη φορά αφορμή ήταν το σχεδιαζόμενο «τουριστικό χωριό» στην Αστυπάλαια, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίστηκε ακόμα και ως «τερατούργημα». Ενώ δεν γλίτωσε τα βέλη ούτε και το σημαντικό έργο της επέκτασης του λιμένα των Καταπόλων στην Αμοργό, το οποίο, κατά το άρθρο, «νομοτελειακά οδηγεί στην καταστροφή του ιδιαίτερου φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος του νησιού στο όνομα της περαιτέρω τουριστικής του ανάπτυξης».
Επανέρχομαι στο «τερατούργημα» της Αστυπάλαιας, ένα project που δημιουργεί νέο τουριστικό προορισμό κυριολεκτικά από το μηδέν, όπως συνέβη με το Costa Navarino στην Πελοπόννησο. Ένα σύνθετο τουριστικό κατάλυμα, το οποίο μπορεί να βάλει την Αστυπάλαια στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Οι αντιδράσεις είναι αντίστοιχες με εκείνες για την κατασκευή του One&Only Kea Island στην Κέα (Τζια). Με τα «δακρύβρεχτα» άρθρα για την «παρθένα παραλία του Βρόσκοπου, τον παράδεισο του ελεύθερου camping, που γίνεται ξενοδοχείο». Με τις «ανατριχιαστικές φωτογραφίες του εργοταξίου και τη σύγκριση του πριν και του μετά» (σε μία δυσπρόσιτη παραλία της Κέας, εκ των 30 και πλέον παραλιών που διαθέτει συνολικά το νησί). Τελικά το έργο ολοκληρώθηκε, το πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα ξεκίνησε τη λειτουργία του τη φετινή τουριστική περίοδο και το αποτέλεσμα είναι άκρως εντυπωσιακό. Αφήνω τις φωτογραφίες να μιλήσουν από μόνες τους.
Είτε το θέλουν, λοιπόν, ορισμένοι είτε όχι, ο τουρισμός είναι ο «γαλάζιος χρυσός» της χώρας μας, όπως ακριβώς το πετρέλαιο είναι ο μαύρος χρυσός για τις αραβικές χώρες. Τα μεγάλα τουριστικά projects και η επέκταση της τουριστικής ανάπτυξης και της silver economy στο σύνολο της χώρας, αποτελούν το βασικότερο μοχλό για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη ολόκληρης της επικράτειας, την ενίσχυση της ελληνικής περιφέρειας, ακόμα και για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.
Πράγματι, ο τουρισμός, σε συνδυασμό με τη silver economy (η οποία αρχίζει να αναπτύσσεται πλέον στη χώρα μας και να λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στα περισσότερα μεγάλα τουριστικά projects), δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και οδηγούν στην ανάγκη για ανάπτυξη μιας σειράς προϊόντων και υπηρεσιών, που απευθύνονται στους τουρίστες ή σε όσους αγοράζουν ακίνητα για μακρά διαμονή ή μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα μας.
Προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτουν όλο το φάσμα της ελληνικής παραγωγής, από τον πρωτογενή τομέα μέχρι τη μεταποίηση και τη βιομηχανική παραγωγή. Επιπλέον, οδηγούν τους νέους στην απόφαση να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στον τόπο τους, καθώς και πολλά νέα ζευγάρια και οικογένειες στην απόφαση να αφήσουν την Αθήνα και άλλα μεγάλα αστικά κέντρα και να εγκατασταθούν μόνιμα στις τουριστικές περιοχές, δραστηριοποιούμενοι στους παραπάνω τομείς.
Και όλα αυτά μπορούν να συμβάλουν και στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, αν κρίνουμε από το παράδειγμα της Σαντορίνης, η οποία αναδεικνύεται σε πρωταθλήτρια στις γεννήσεις παιδιών, καθώς ο Δήμος Θήρας αποτελεί το μοναδικό Δήμο της χώρας, στον οποίο καταγράφονται περισσότερες από δύο γεννήσεις για κάθε θάνατο. Γιατί όπου υπάρχει τουρισμός, υπάρχουν δουλειές και χρήμα. Και όπου υπάρχουν αυτά τα δύο, υπάρχει και ζωή. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, κάτι που τονίζω συνεχώς: Ο δρόμος για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας περνάει κυρίως από την τουριστική (και οικονομική) ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας.
Kαι κλείνω με τον «υπερτουρισμό» και την ακρίβεια. Ειδικά η λέξη «υπερτουρισμός», ήταν το απόλυτο δημοσιογραφικό (και όχι μόνο) trend του φετινού καλοκαιριού. Μία έννοια, η οποία όπως εύστοχα επισημαίνεται σε άρθρο με τίτλο «Ο υπερτουρισμός μας μάρανε», «έχει την ίδια δαιμονική απαξία που κάποτε είχε η λέξη καπιταλισμός ή φιλελευθερισμός … Όλοι μπορούν να τον υιοθετήσουν και να τον εφαρμόσουν κατά βούληση. Αν βρουν την έρημη περυσινή παραλία γεμάτη κόσμο, αν η κουτσομούρα δεν ήταν νόστιμη».
Σίγουρα, πάντως, ο υπερτουρισμός και η ακρίβεια αποτελούν υπαρκτά προβλήματα. Κάτι απολύτως λογικό, σε μια περίοδο στην οποία ο ελληνικός τουρισμός καταρρίπτει κάθε χρόνο το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Σίγουρα, πολλά νησιά, κυρίως των Κυκλάδων, έχουν γίνει ή τείνουν να γίνουν απλησίαστα για το μέσο Έλληνα. Σίγουρα κάποιοι επαγγελματίες του τουρισμού, που δραστηριοποιούνται κυρίως σε διαμονή και εστίαση, έχουν ξεπεράσει το μέτρο σε ορισμένα νησιά.
Κάτι που έχει αντίκτυπο σε αυτά τα νησιά, καθώς ήδη καταγράφεται μείωση των τουριστικών αφίξεων και εισπράξεων. Από την άλλη όμως είναι υπερβολικό και το να πηγαίνουμε διακοπές τον Αύγουστο (και ιδίως το Δεκαπενταύγουστο) στα πιο δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων, και να απαιτούμε να είμαστε μόνοι μας στην παραλία ή στα σοκάκια της Χώρας ή να πληρώνουμε τις ίδιες τιμές με αυτές που πληρώναμε τις χρονιές της οικονομικής κρίσης ή του κορονοϊού.
Η λύση σίγουρα δεν είναι αυτή που ειπώθηκε από κυβερνητικό στέλεχος, περί διακοπών στα χωριά μας και όχι στα νησιά. Ούτε βεβαίως και η νέα «μόδα» του staycation. Οι διακοπές και τα ταξίδια αποτελούν αναγκαιότητα για όλους. Είναι το αλατοπίπερο της ζωής μας. Ενώ για πολλούς είναι ίσως η σημαντικότερη ή και η μοναδική απόλαυση της ζωής τους. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί και δεν πρέπει να τα στερηθεί.
Και ευτυχώς, η χώρα στην οποία έχουμε την τύχη να ζούμε είναι γεμάτη ομορφιές. Από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο. Και από την Ήπειρο ως την Κρήτη. Την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού είχα την ευκαιρία να γράψω πέντε συνολικά άρθρα για τις ομορφιές της χώρας μας. Τρία από αυτά για το καλοκαίρι, προτείνοντας 40 μικρά και άγνωστα νησιά για ήρεμες και οικονομικές διακοπές. Και άλλα δύο για το χειμώνα και την ορεινή Ελλάδα. Σήμερα, βέβαια, τα 40 αυτά νησιά δεν είναι πλέον όλα άγνωστα ή τόσο οικονομικά όσο τότε. Ούτε και οι ορεινοί προορισμοί της χώρας μας έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από το γενικότερο φαινόμενο της ακρίβειας.
Σίγουρα όμως υπάρχουν και σήμερα αρκετά ελληνικά νησιά και ακόμα περισσότεροι προορισμοί στην ηπειρωτική Ελλάδα, για ήρεμες, οικονομικές, γευστικές και απολαυστικές διακοπές. Ανακαλύψτε τους, λοιπόν, και αφήστε τους δημοσιογράφους να αναλώνονται σε ρεπορτάζ για τον «υπερτουρισμό» και για τις τιμές της ξαπλώστρας και της ταβέρνας στη Μύκονο, τη Σαντορίνη και σε άλλα δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα προικισμένη με απαράμιλλη ομορφιά, μοναδικά τουριστικά αξιοθέατα και πολιτιστικά μνημεία, εντυπωσιακό φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, εξαιρετική μεσογειακή κουζίνα και τοπικά προϊόντα, πλούσια ιστορία, πολιτισμό, ήλιο, θάλασσα και αξεπέραστη φιλοξενία. Όλα αυτά αποτελούν το γαλάζιο χρυσό της Ελλάδας. Μια μοναδική και ανεκτίμητη πλουτοπαραγωγική πηγή. Ο ελληνικός τουρισμός αποτελεί τη «βιομηχανία» που αξιοποιεί το γαλάζιο χρυσό της χώρας μας και τον μετατρέπει σε έσοδα για την ελληνική οικονομία. Αποτελεί βασικό πυλώνα και «αιμοδότη» της εθνικής οικονομίας, συνεισφέροντας πάνω από το 20% του ΑΕΠ της χώρας και μάλιστα με αυξητικές τάσεις.
Ο ελληνικός τουρισμός, παρά τα όποια εγγενή προβλήματά του και παρά τη διαρκή υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων του, έχει καταφέρει να τοποθετήσει τον πήχη της επιτυχίας πολύ ψηλά. Οι άλλοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, αντί να περνούν συνεχώς από κάτω, και να επιδιώκουν μόνο να χαμηλώσει ο πήχης, καλό θα είναι να ακολουθήσουν το παράδειγμα του τουρισμού και να προσπαθήσουν να τον φτάσουν ή και να τον ξεπεράσουν.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!
* Ο Δρ. Ιωάννης Γκιτσάκης (twitter @gitsakis) είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω στη Θεσσαλονίκη, με ειδίκευση στις Δημόσιες Συμβάσεις και στις Συμβάσεις Παραχώρησης και ΣΔΙΤ, Διδάκτωρ Διοικητικού Δικαίου και Σύμβουλος Επενδύσεων και Τουριστικών Επιχειρήσεων
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα