Το 66,8% των πολιτών στην Ελλάδα θεωρούσε τον εαυτό του φτωχό
Eνας στους πέντε Έλληνες βρίσκεται στο όριο της φτώχειας με βάση τα στοιχεία για το εισόδημα. Όμως φτωχοί αισθάνονται δύο στους τρεις Έλληνες, με το αίσθημα αυτό να εξακολουθεί να κυριαρχεί παρά την αύξηση των μισθών και την επιβράδυνση του πληθωρισμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η ακρίβεια εξακολουθεί, μονότονα σχεδόν, σε κάθε δημοσκόπηση που βλέπει το φως της δημοσιότητας να θεωρείται το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας και των πολιτών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της Eurostat, το 2024 το 66,8% των πολιτών στην Ελλάδα θεωρούσε τον εαυτό του φτωχό, ποσοστό που όχι μόνο είναι το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (17,4%) και μακριά από τη δεύτερη χώρα με το υψηλότερο ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας, τη Βουλγαρία (37,4%), αναφέρει το moneyriview.gr.
Πού οφείλεται, λοιπόν, το ρεκόρ που σημειώνει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τη λεγόμενη «υποκειμενική φτώχεια», η οποία δεν υπολογίζεται με βάση την εισοδηματική κατάσταση και κατάταξη, αλλά με βάση την αντίληψη που έχουν οι ερωτηθέντες σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το νοικοκυριό στην κάλυψη των αναγκών του;
Ας σημειωθεί ότι για τον υπολογισμό της «υποκειμενικής φτώχειας» λαμβάνεται υπόψη η υλική κατάσταση των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων του εισοδήματος, των δαπανών, του χρέους και του πλούτου.
Μια βασική αιτία είναι ότι παρά την αύξηση των μισθών τα τελευταία χρόνια, ακόμη αυτοί δεν έχουν επανέλθει στα προ της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας επίπεδα.
Το μέσο διαθέσιμο ατομικό εισόδημα σε πραγματικές τιμές στην Ελλάδα ήταν το 2024 χαμηλότερο κατά 26% σε σχέση με το 2010, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κάτι που δείχνει ότι η περίφημη σύγκλιση δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.
Ενδεικτικό του παραπάνω είναι ότι αν και το 2024 το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας υποχώρησε σε επίπεδο Ε.Ε. κατά 1,7 ποσοστιαία μονάδα, σε 17,4% από 19,1% το 2023, στην Ελλάδα η υποχώρηση ήταν μόλις 0,2 ποσοστιαία μονάδα (67% το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας το 2023).
Δεύτερη αιτία είναι η διατήρηση των τιμών σε βασικά είδη διατροφής και άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού σε υψηλά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι οι τιμές δεν «τρέχουν» με τους υψηλούς ρυθμούς της διετίας 2022-2023. Ακόμη δε και εάν έχει επιβραδυνθεί ο πληθωρισμός των τροφίμων, καθώς και ο ενεργειακός πληθωρισμός, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις υπηρεσίες και κυρίως με τα ενοίκια.
Όλα τα παραπάνω πλήττουν σημαντικά όχι μόνο τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος, αλλά συνολικά τη λεγόμενη μεσαία τάξη που αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα καταγράφηκαν και το 2024, όπως και το 2023, πολύ σημαντικά ποσοστά υποκειμενικής φτώχειας στον πληθυσμό μέσου και υψηλού μορφωτικού επιπέδου.
Έτσι, το 46% των πολιτών υψηλού μορφωτικού επιπέδου στην Ελλάδα και το 68,1% των πολιτών μεσαίου μορφωτικού επιπέδου αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως φτωχούς, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά σε επίπεδο Ε.Ε. είναι μόλις 8,5% και 16,5%.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ενώ στην Ε.Ε. είναι κυρίως οι νέοι που θεωρούν τους εαυτούς τους φτωχούς –κάτι λογικό καθώς πολλοί δεν έχουν εισέλθει ακόμη στην αγορά εργασίας, δεν έχουν υψηλούς μισθούς και αποταμιεύσεις–, στην Ελλάδα η ηλικιακή ομάδα με το υψηλότερο ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας είναι αυτή των 65 και άνω.
Το 71,4% αυτής της ομάδας του πληθυσμού, στην πλειονότητά τους δηλαδή συνταξιούχοι, θεωρεί ότι είναι φτωχό, κάτι που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις δραστικές περικοπές στις συντάξεις που έγιναν στα μνημονιακά χρόνια, με τις απώλειες να μην αναπληρώνονται.
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα









