Η πρώην Ευρωπαία Επίτροπος, ανοίγει συζήτηση για ένα μοντέλο ειρηνικής συνύπαρξης στο Αιγαίο, προτείνοντας ένα σχήμα συνεργασίας που αμφισβητεί παγιωμένες αντιλήψεις και διαμορφώνει νέα ατζέντα
Η Μαρία Δαμανάκη, πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ, πρώην επίτροπος και κύρια σύμβουλος των Oceans 5 καταθέτει στο «ΒΗΜΑ» τις απόψεις της για τις δυσκολίες της πράσινης μετάβασης και τον Τραμπ, τα θαλάσσια πάρκα και τις εξορύξεις, για το ζήτημα των 12 μιλίων και τον διάλογο με την Τουρκία, για την Αριστερά και το Πολυτεχνείο.
Η Μαρία Δαμανάκη εργάζεται τα τελευταία χρόνια για την προστασία των θαλασσών. Τι λέει όμως για τη συνεργασία της με την κυβέρνηση, το ενεργειακό παζλ της Ανατολικής Μεσογείου και τα ελληνοτουρκικά; Και ακόμη για τις προκλήσεις της Αριστεράς, για τα δικά της χρόνια στην ηγεσία του Συνασπισμού, αλλά για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου που πλησιάζει.
Θα ξέρετε ότι αρκετοί πιστεύουν πως, όπως άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ευρώπης, εξαργυρώσατε τη θέση σας με μια θέση σε μια μεγάλη πολυεθνική.
«Να συστηθώ λοιπόν. Είμαι σύμβουλος για το κλίμα και τη θαλάσσια προστασία. Βέβαια η λέξη σύμβουλος στην Ελλάδα δεν ακούγεται πολύ καλά. Περίπου μας θεωρούν αεριτζήδες. Εγώ εν πάση περιπτώσει κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Είμαι κύριος σύμβουλος των Oceans 5, που είναι ο μεγαλύτερος δωρητής παγκοσμίως σε θέματα προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και μια συμμαχία από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά ιδρύματα του κόσμου».
Μιλάμε για τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Πόσο τα επηρεάζει όλα αυτά η εκλογή Τραμπ;
«Ημουν στη Νέα Υόρκη όταν ο Τραμπ ήρθε στη Συνέλευση του ΟΗΕ και παρακολούθησα την ομιλία του, όπου περίπου είπε ότι όλοι όσοι ασχολούμαστε με το περιβάλλον είμαστε απατεώνες. Η πραγματικότητα όμως είναι αμείλικτη. Διότι η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) παραμένει 40%-50% φθηνότερη από oτιδήποτε άλλο. Την περασμένη χρονιά επενδύθηκαν παγκοσμίως στις ΑΠΕ περίπου 2 τρισ. δολάρια και στην εξόρυξη πετρελαίου μόνο 800 δισ. ευρώ. Ο Τραμπ ασφαλώς επηρεάζει, αλλά δεν μπορεί να γυρίσει το ποτάμι πίσω. Είναι χαμένος από χέρι».
Και η Ευρωπαϊκή Ενωση; Μοιάζει – για να το πω κομψά – να μετριάζονται οι στόχοι της πράσινης συμφωνίας.
«Η Ευρώπη πράγματι, για να το πω κάπως κομψά κι εγώ, πατάει φρένο στα θέματα της πράσινης μετάβασης. Νομίζω η βασική αιτία γι’ αυτό είναι ότι υπάρχουν γεωπολιτικές και εξοπλιστικές ανάγκες. Το κύριο πρόβλημα της Ευρώπης όμως είναι η έλλειψη ενοποίησης».
Πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι μίλησε για την ανάγκη ενός «πραγματιστικού φεντεραλισμού». Είναι ρεαλιστικό;
«Δεν είναι απλώς ρεαλιστικό. Κατά τη γνώμη μου είναι αναγκαίο. Διότι σε αυτή τη συναλλακτική εποχή που ζούμε η ισχύς μετράει. Τίποτε άλλο. Αυτή τη στιγμή η ενοποίηση είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ. Υπάρχει ανάγκη να προχωρήσουμε άμεσα σε τρεις τομείς: στους τομείς της Κεφαλαιαγοράς, της Αμυνας και της Ενέργειας, στην οποία αξίζει να αναφερθούμε γιατί την πληρώνει ο καταναλωτής. Αλλά όλα αυτά έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Πρέπει να εγκαταλειφθεί ο παραλυτικός κανόνας της ομοφωνίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το λέω μετά λόγου γνώσεως. Ξέρω ότι θα έχει συνέπειες».
Ειδικά για χώρες που είναι λιγότερο ισχυρές, όπως η δική μας.
«Θεωρώ ότι η Ελλάδα έχει τα φόντα να είναι στην πρώτη ταχύτητα, αν λίγο τα χειριστούμε καλά. Είμαστε σε μια αναπτυξιακή τροχιά – δεν είναι όλες οι άλλες χώρες – και έχουμε μια πείρα πολλών χρόνων για το πώς λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί. Ακόμα και αν δεν το ‘χουμε, θεωρώ ότι το συμφέρον, το ευρύτερο και αυτό που θα αποκομίσουμε και εμείς ως χώρα, θα είναι μεγαλύτερο».

Ποιος πρέπει κατά τη γνώμη σας να είναι ο ρόλος και η θέση της Ελλάδας στο ενεργειακό παζλ της περιοχής μας και της Ευρώπης σήμερα;
«Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει μια μοναδική ευκαιρία εξαιτίας της θέσης της και εξαιτίας των επιλογών της κυβέρνησης Τραμπ να παίξει έναν πολύ αποφασιστικό ρόλο ως διαμετακομιστικός κόμβος του φυσικού αερίου. Από κει και πέρα, υπάρχουν πολλά ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν για να λειτουργήσει ο κάθετος διάδρομος μέχρι την Ουκρανία. Το αμερικανικό αέριο είναι ακριβό. Επιπλέον απαιτούνται τεράστιες νέες επενδύσεις αποθήκευσης και αεριοποίησης.
Χρειάζονται έργα υποδομής σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Και χρειάζεται πλήρης διακυβερνητική συνεργασία κάτω από την ευρωπαϊκή ομπρέλα που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Δηλαδή, το γεγονός ότι η Ευρώπη έχει αυτή τη στιγμή μια μη ενοποιημένη πολιτική ενέργειας έχει ένα τεράστιο κόστος για πάρα πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Οι τιμές της ενέργειας στην Ελλάδα δεν είναι χαμηλές ούτε για τα νοικοκυριά ούτε για τη μεταποίηση».
Αυτό όμως είναι συνέπεια ενός πολιτικού ελλείμματος ευρωπαϊκού ή μήπως στρεβλώσεων και της δικής μας εσωτερικής αγοράς;
«Κυρίως θα έλεγα ότι είναι ευρωπαϊκού ελλείμματος. Διότι υπάρχουν δύο ουσιαστικά ταχύτητες. Υπάρχουν οι χώρες που έχουν ένα ενεργειακό μείγμα που στηρίζεται σε άλλους παράγοντες. Η ανατολική και η νότια πλευρά, ας το πω έτσι πολύ απλά, είναι ριγμένες. Τώρα λοιπόν υπάρχει μια ευκαιρία η Ελλάδα να παίξει ρόλο σε αυτό ως διαμετακομιστικός κόμβος. Υπάρχουν και κάποιοι που λένε ότι η Ελλάδα μπορεί να πρωταγωνιστήσει ως παραγωγός. Προεξοφλούν γεωτρύπανα σε λειτουργία σε έναν χρόνο. Δεν συμμερίζομαι αυτές τις βιαστικές και υπερβολικές προσδοκίες».
Εξορύξεις, κυρία Δαμανάκη. Θα περίμενε κανείς ότι αυτή είναι μια ερώτηση απαντημένη, όταν την απευθύνουμε σε έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει πολλά χρόνια πια στην πράσινη μετάβαση. Να κάνει ή να μην κάνει εξορύξεις η Ελλάδα;
«Οι εξορύξεις δεν είναι λύση. Ιδιαίτερα όταν μιλούμε για θαλάσσιο περιβάλλον. Επιπλέον, αν μιλούμε για την Ανατολική Μεσόγειο, μιλούμε για μεγάλα βάθη. Δεν έχουμε σαφή εικόνα για τα κοιτάσματα, οι προσδοκίες που καλλιεργούνται δεν στηρίζονται σε αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα. Ομως αυτή τη στιγμή εμφανίζονται στην Ελλάδα πολύ μεγάλες αμερικανικές εταιρείες που δείχνουν ενδιαφέρον για τους δικούς τους λόγους και τις χρηματιστηριακές τους ανάγκες. Οι διερευνητικές ενέργειες που προσφέρονται να κάνουν έχουν κόστος σχεδόν αμελητέο για το συνολικό τους μπάτζετ. Δεν θα ήταν εύκολο για οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να αρνηθεί. Το τι θα γίνει τελικά και πόσο αυτά όλα θα πετύχουν δεν το γνωρίζουμε».
Εσείς θέλετε ή δεν θέλετε να γίνουν οι γεωτρήσεις;
«Είμαι Ελληνίδα. Αναγκαστικά προτάσσω την εθνική ανάγκη να μη μείνει η Ελλάδα έξω από το γεωπολιτικό παιχνίδι. Η Chevron και η Exxon Mobil που είναι στη Λιβύη ενδιαφέρονται για τις εν δυνάμει ελληνικές θαλάσσιες ζώνες.
Και αν η Ελλάδα θέλει να υπάρχει στην Ανατολική Μεσόγειο και να έχει θαλάσσιες ζώνες, αυτό δεν μπορεί να το αγνοήσει. Παρόλο λοιπόν που είμαι εναντίον των εξορύξεων, λέω ότι σε αυτή τη φάση, για λόγους γεωπολιτικούς και εθνικούς, η Ελλάδα δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να αρνηθεί τις έρευνες. Για τις γεωτρήσεις θα μιλήσουμε αργότερα, αν υπάρξουν ευνοϊκά δεδομένα».
Θα βλέπατε την πυρηνική ενέργεια ως μια εναλλακτική για φθηνή ενέργεια στη χώρα μας;
«Δεν την αποκλείω εντελώς. Η πυρηνική ενέργεια έχει προβλήματα κόστους, ασφάλειας και αποβλήτων. Επιπλέον τα μεγάλα πρότζεκτ πυρηνικής ενέργειας χρειάζονται δέκα με δεκαπέντε χρόνια προετοιμασίας και τεράστιο κόστος επένδυσης, δυσανάλογο με το μέγεθος της Ελλάδας. Οι μικρότεροι αρθρωτοί αντιδραστήρες λύνουν πολλά από τα προβλήματα αυτά. Αυτοί κατά τη γνώμη μου δεν θα πρέπει να αποκλειστούν. Αλλά μιλούμε για την επόμενη δεκαετία, τουλάχιστον».
Γεωπολιτικά πού στοχεύουμε με την πρόταση για την πενταμερή διάσκεψη;
«Θεωρώ ότι είναι σωστή η πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης. Βεβαίως πρέπει να ικανοποιηθούν κάποιες προϋποθέσεις. Να προχωρήσει ομαλά η ειρήνευση στη Γάζα, να συνδεθεί η πρωτοβουλία με τη συνολική ευρωπαϊκή στρατηγική για την ενέργεια και, τέλος, να εξασφαλιστεί μια στοιχειώδης συναίνεση στο εσωτερικό της χώρας για να μην οδηγηθούμε πάλι στη γνωστή ιστορία, όπου οι μεν θα κατηγορούν τους δε για εθνικές προδοσίες και μειοδοσίες.
Ετσι θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από την περιβαλλοντική προστασία και τη μετανάστευση για να φτάσουμε έως το κρίσιμο θέμα της συζήτησης για τις οικονομικές ζώνες. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω πως πρέπει επιτέλους να βγούμε από την απατηλή μας μακαριότητα. Και, αργά ή γρήγορα, να συζητήσουμε τι θέλουμε με την εξωτερική μας πολιτική».
Δεν το έχουμε απαντήσει αυτό;
«Το έχουμε απαντήσει με έναν τρόπο που εμένα τουλάχιστον προσωπικά ποτέ δεν με έβρισκε σύμφωνη. Χρειάζεται επιτέλους σαφήνεια από όλους. Για να το δούμε λίγο κυνικά, όταν έχεις διαφορές με τον γείτονά σου, αυτές μπορούν να λυθούν φυσικά με την ένοπλη σύρραξη. Υποθέτω δεν το θέλουμε αυτό. Αρα δύο είναι οι δρόμοι που μένουν. Ο ένας είναι αυτής της περίφημης ακινησίας. Και ο άλλος, της ανάληψης πρωτοβουλιών, τον οποίο υποστήριζα πάντα. Διότι πότε ευνοεί η ακινησία μια χώρα; Την ευνοεί εάν μπορεί να έχει βάσιμες προσδοκίες ότι στο μέλλον η κατάσταση θα αλλάξει ουσιαστικά υπέρ της.
Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα και ίσως απλουστευτικά, εάν είχαμε προσδοκίες ότι τεχνολογικά θα γίνουμε κάτι σαν το Ισραήλ, ή ότι θα έχουμε έναν ορυμαγδό επενδύσεων ώστε να αναβαθμιστούμε στο πεδίο της ήπιας ισχύος, ή την εντύπωση ότι ο γείτονας θα καταστραφεί, τότε θα είχε νόημα να υπερασπιζόμαστε την ακινησία. Δεν τα βλέπω όμως. Η ακινησία επιπλέον είναι και ακριβή.
Ξοδεύουμε πάρα πολλά σε εξοπλισμούς, όπως είναι η κατάσταση τώρα, γιατί δεν μπορεί να είμαστε μια ανοχύρωτη χώρα. Μέχρι πότε όμως θα αντέχουμε στην κούρσα; Αλλά επιπλέον υπάρχει και η ιστορική μνήμη που αυτοί που υπερασπίζονται την ακινησία την ξεχνούν. Ποιος ήταν ο πρώτος που είπε ότι το Δικαστήριο της Χάγης μπορεί να δώσει λύση; Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αυτό το έχουμε ξεχάσει».
Μπορεί όμως η Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση ή ένας έλληνας πρωθυπουργός να πει «θα συζητήσω τα χωρικά ύδατα»;
«Κανένας έλληνας πρωθυπουργός δεν θα μπορούσε να συζητήσει τα χωρικά μας ύδατα, στα 6 μίλια, όπως είναι τώρα. Αυτό είναι θέμα εθνικής κυριαρχίας. Το θέμα της ενδεχόμενης επέκτασης έως 12 μίλια, όπως προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο, είναι άλλο. Το τονίζω το “έως” και όχι “στα” 12 μίλια, όπως λένε ορισμένοι. Αυτό είναι άσκηση και συζήτηση πάνω σε ένα κυριαρχικό δικαίωμα. Και μπορούμε και πρέπει να το κάνουμε. Πώς αλλιώς θα προχωρήσουμε;
Να σας θυμίσω ότι το 2003 η κυβέρνηση Σημίτη είχε φτάσει πολύ κοντά σε μια λύση, αλλά τελικά δεν ανέλαβε το πολιτικό κόστος να προχωρήσει. Είχα την τύχη να κουβεντιάσω με τον τότε πρωθυπουργό και του είπα πολύ καθαρά ότι δεν κάνει καλά αφήνοντας το θέμα σε εκκρεμότητα. Βεβαίως αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε ως άνθρωπος και ως ηγέτης να αναλάβει ένα τεράστιο βάρος. Αυτό ήταν βεβαίως προσωπική του επιλογή, την οποία σέβομαι, αλλά η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία».
Εκτιμάτε ότι όποιος πρωθυπουργός αναλάβει να κάνει συμφωνία θα έχει αποφασίσει ταυτόχρονα και την πολιτική του αυτοκτονία;
«Πράγματι, θα υποστεί ένα τεράστιο κόστος. Αλλά θα ήταν τόσο φοβερό κάποιος ηγέτης να αποφασίσει ότι για το καλό του τόπου δεν θα ξαναεκλεγεί; Το ζήτημα είναι να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη».
Σε τι συνίσταται αυτή η προετοιμασία;
«Κοιτάξτε, όσα χρόνια ήμουν στην πολιτική στην Ελλάδα είχα ζήσει το εξής φαινόμενο, το οποίο υποπτεύομαι ότι υπάρχει και τώρα. Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι με τους οποίους κουβέντιαζα, σοβαροί, οι οποίοι έλεγαν πράγματα παρόμοια με αυτά που έλεγα εγώ, αλλά όταν εμφανίζονταν δημόσια είχαν ένα άλλο πρόσωπο. Ε, κάποια στιγμή δεν πρέπει να το σταματήσουμε αυτό; Να γίνει λοιπόν μια συζήτηση ώστε να δούμε όλα τα θέματα χωρίς ταμπού».
Ποια είναι τα ταμπού;
«Ταμπού στην Ελλάδα υπάρχουν εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Η έννοια του διαλόγου, παραδείγματος χάρη, είναι συκοφαντημένη. Και η ιδέα του συμβιβασμού είναι καταδικασμένη. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στην παράδοση του Εμφυλίου, που ακόμα και τώρα είναι ζωντανή.
Το θυμάμαι αυτό από την εμπειρία μου στην Αριστερά. Είχα πει κάποτε ότι το μεγάλο πρόβλημα της Αριστεράς είναι ότι κρατάει το αριστερόμετρο. Δηλαδή κάθε φορά μετράει με το αριστερόμετρο ποιος είναι ο πιο γνήσιος αριστερός. Και έτσι συνεχώς συρρικνώνεται και εν τέλει ακολουθεί τη λογική της αμοιβάδας που διασπάται συνεχώς ψάχνοντας να βρει το πραγματικό, το αυθεντικό, τον πυρήνα των πραγμάτων».
Αυτό το κάνει η Αριστερά με το αριστερόμετρο. Οι υπόλοιποι;
«Με το δεξιόμετρο. Μετράνε τον πατριωτισμό. Ο πατριωτισμός είναι μια έννοια που βεβαίως είναι σεβαστή και τη βιώνει ο καθένας προσωπικά. Είναι όμως μια έννοια που αποδεικνύεται σε δύσκολες στιγμές».
Θαλάσσια πάρκα που είναι και ο τομέας σας. Ο κ. Σκέρτσος σε ανάρτησή του υπογράμμισε μάλιστα και την πολύτιμη συνδρομή σας. Τι είδους συνεργασία έχετε με την ελληνική κυβέρνηση;
«Η συνεργασία άρχισε όταν ο Τζον Κέρι κι εγώ πείσαμε την ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει το συνέδριο για τους ωκεανούς και έκτοτε συνεχίζεται. Συνεργάζομαι με την ελληνική κυβέρνηση εκ μέρους των Oceans 5, δηλαδή μεταφέρω όλη τη διεθνή εμπειρία που υπάρχει και τις καλές πρακτικές. Προφανώς δεν αμείβομαι. Προφανώς δεν έχω οποιονδήποτε ρόλο στο πλαίσιο της ελληνικής κυβέρνησης. Θέλω μάλιστα να υπογραμμίσω ότι αυτό είναι κάτι που θα το έκανα με μεγάλη χαρά για οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση. Επίσης, θέλω να πω ότι ευχαρίστως θα συνεργαζόμουν με οποιαδήποτε άλλη δημοκρατική πολιτική δύναμη ενδιαφερόταν και μου το ζητούσε. Και περιμένω».
Εχετε προσεγγίσει άλλες δυνάμεις; Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε ποτέ στη Μαρία Δαμανάκη;
«Δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ. Ελπίζω στο μέλλον να ενδιαφερθούν. Εδώ είμαστε. Ανοίξαμε και σας περιμένουμε».
Γιατί βγάλαμε τα Δωδεκάνησα από τον τελικό σχεδιασμό των θαλάσσιων πάρκων;
«Σε κάποια φάση θα έχουμε θαλάσσια πάρκο και εκεί. Προτιμήθηκε να πάμε στις Νότιες Κυκλάδες, γιατί έτσι εξασφαλίζονται δύο θετικά: το πάρκο γίνεται ενιαίο και υπάρχει δυνατότητα μεγαλύτερης επέκτασής του. Δηλαδή τα δύο πάρκα, όπως τελικά έγινε στο Αιγαίο και μαζί με αυτό του Ιονίου, οδηγούν την Ελλάδα στο να υπερβεί τον στόχο “30 by 30”, και να πετύχει, μόλις τα πάρκα υλοποιηθούν, το 35%. Θα είμαστε στην πρωτοπορία της Ευρώπης».
Αρκετοί θεώρησαν ότι τα Δωδεκάνησα αφαιρέθηκαν επειδή μπορεί να εντείνονταν οι αντιδράσεις των γειτόνων.
«Αυτή τη στιγμή η τουρκική κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει οποιεσδήποτε αντιρρήσεις, εφόσον τα θαλάσσια πάρκα είναι εντός των χωρικών μας υδάτων. Εάν προχωρήσει σε τέτοιου είδους αντιρρήσεις, κλιμακώνει την αντιπαράθεση με την Ελλάδα σε άλλο επίπεδο. Δεν νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει τέτοια διάθεση. Αντίθετα, οι τελευταίες δηλώσεις του Φιντάν είναι στην αντίθετη κατεύθυνση».
Είναι θέματα όπως τα θαλάσσια πάρκα πεδία όπου θα μπορούσαμε να συμπράξουμε με τους γείτονες; Ενα κοινό πάρκο είναι εφικτό;
«Το εύχομαι και, αν υπάρξει, θα κάνω ό,τι μπορώ να το βοηθήσω. Μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια κοινή πρωτοβουλία για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος στο Αιγαίο. Το κοινό πάρκο θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση και να επεκταθεί και εκτός των χωρικών υδάτων των δύο χωρών. Δηλαδή αυτή τη στιγμή υπάρχουν τα χωρικά ύδατα τα δικά μας, τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας, υπάρχει ενδιάμεσα μία ζώνη για την οποία δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή προσδιορισμένες χρήσεις. Εκεί θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι».
Πώς βλέπετε την κατάσταση στην Αριστερά;
«Δεν μπορώ να δίνω συμβουλές αφ’ υψηλού. Δεν ζω εδώ συνεχώς, δεν παρακολουθώ όσο πρέπει και υπάρχουν άνθρωποι νεότεροι και καλύτεροι από μένα να το κάνουν. Αλλά επίσης δεν μπορώ να μην πω δυο λόγια μετά τη μεγάλη επιτυχία που είχε ο Μαμντάνι. Που μας λέει ότι η Αριστερά μπορεί να εγκαταλείψει τη δουλεία του μεγάλου οράματος και να συγκεντρωθεί σε συγκεκριμένα που μπορούν να “μιλήσουν” στον πολίτη».
Κοιτώντας πίσω στα χρόνια που εσείς ήσασταν στο τιμόνι του Συνασπισμού, υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνετε;
«Εκανα πολύ μεγάλα λάθη. Και επειδή τα έκανα, ο Συνασπισμός δεν μπόρεσε να μπει στη Βουλή. Θυμάστε εκείνο το 2,95%; Το ότι παραιτήθηκα από την ηγεσία και ανέλαβα το προσωπικό κόστος και την ευθύνη δεν με παρηγορεί πολύ. Το μεγαλύτερο λάθος μου ήταν ότι είχα κι εγώ αυτές τις δουλείες της Αριστεράς. Μια δουλεία που σας ανέφερα πριν είναι το μεγάλο όραμα. Μια άλλη δουλεία είναι η εμμονή στη συλλογικότητα. Δεν είχα δηλαδή το κουράγιο να πάρω ορισμένες αποφάσεις και να προχωρήσω με όσους ήθελαν. Ενδεχομένως να ήταν άλλη η τύχη και του Συνασπισμού. Μπορεί και όχι, ποιος ξέρει».
Θα επιστρέφατε σε αυτό που λέμε πολιτική πρώτης γραμμής;
«Με τίποτε! Χριστέ κι Απόστολε που λέμε! Υπάρχουν άλλοι καλύτεροι και εγώ κάνω κάτι που μ’ αρέσει πολύ».
Απέχουμε ελάχιστα πια από την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Γιατί έχετε επιλέξει να μη μιλάτε για αυτό, να μη δίνετε κάποιου είδους «παρών»;
«Επειδή η φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν κάτι πολύ μεγάλο, πολύ συλλογικό. Και ο δικός μου ρόλος δεν είναι αυτός που ορισμένοι φαντάζονται. Αλλωστε δεν έχω να δώσω κάποια ιδιαίτερη πληροφόρηση που δεν υπάρχει. Τόσα γράφονται και λέγονται. Ο κόσμος αν θέλει μπορεί να ξέρει. Εγώ δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω. Ο,τι είχα να πω, το έκανα».









