Η ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης δεν αποτελεί ζήτημα αποκλειστικά τεχνικών εργαλείων· απαιτεί πολιτική βούληση
Η αξιολόγηση συνιστά διεθνώς τον θεμέλιο λίθο κάθε στρατηγικά σχεδιασμένης εκπαιδευτικής πολιτικής. Συνδέεται άρρηκτα με τη βελτιστοποίηση της διδακτικής διαδικασίας, την αναβάθμιση της επαγγελματικής συγκρότησης των εκπαιδευτικών και τη συνολική ποιοτική βελτίωση του σχολείου. Στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, όμως, η αξιολόγηση παραμένει συχνά αποσπασματική και αμφιλεγόμενη, εκτός του αυστηρά επιστημονικού πλαισίου, υπό την επίδραση ευρύτερων αντιλήψεων και νοοτροπιών. Η συνεχής αναπροσαρμογή των πολιτικών αξιολόγησης, χωρίς θεσμική συνέχεια και μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, έχει ήδη υπονομεύσει τη νομιμοποίησή της και έχει ενισχύσει τη διάχυτη καχυποψία στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Το βασικό ερώτημα παραμένει: θα κατορθώσει η αξιολόγηση να εδραιωθεί ως εργαλείο παιδαγωγικής προόδου και στοχευμένης ανατροφοδότησης, ή θα περιοριστεί σε τυπική διαδικασία ελέγχου, αδυνατώντας να στηρίξει ουσιαστικά τη βελτίωση της διδακτικής πρακτικής και την ενίσχυση της συλλογικής επαγγελματικής ευθύνης; Η αποτελεσματική αξιολόγηση απαιτεί, πέρα από επιστημονική τεκμηρίωση, δυναμικούς μηχανισμούς που την καθιστούν εργαλείο μάθησης και εκπαιδευτικής καινοτομίας.
Διεθνείς πρακτικές και ελληνικές ιδιαιτερότητες
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η αξιολόγηση επιτελεί δύο διακριτές, αλλά αλληλένδετες λειτουργίες: α) την παιδαγωγική και β) τη διοικητική. Η πρώτη συνδέεται με την προαγωγή της μάθησης και την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Φινλανδία, όπου η αξιολόγηση ενσωματώνεται οργανικά στη διδακτική πράξη ως εργαλείο ανατροφοδότησης, ενισχύοντας την αυτορρύθμιση και την κουλτούρα συνεχούς βελτίωσης.
Αντιθέτως, η διοικητική διάσταση της αξιολόγησης εστιάζει σε συγκριτικούς δείκτες, ιεραρχικές κατατάξεις και μηχανισμούς λογοδοσίας. Το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι χαρακτηριστικό: η υπέρμετρη προσήλωση σε ποσοτικούς δείκτες ανέδειξε τους κινδύνους μιας μονοδιάστατης προσέγγισης της αξιολόγησης, οδηγώντας σε υπερτυποποίηση, γραφειοκρατική επιτήρηση και σταδιακή αποδυνάμωση της δημιουργικότητας και της καινοτομίας στο σχολείο.
Ο ΟΟΣΑ, αξιοποιώντας τα ευρήματα των διεθνών μελετών PISA, επισημαίνει ότι η αποτελεσματική εφαρμογή της αξιολόγησης απαιτεί ισορροπία μεταξύ ποσοτικών δεικτών και ποιοτικής ανάλυσης, καθώς και διάλογο μεταξύ πολιτείας και εκπαιδευτικών.
Στην Ελλάδα, παρά τη θεσμοθέτηση διαδικασιών αξιολόγησης τα τελευταία χρόνια και την υλοποίηση επιμορφωτικών δράσεων, οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν τύχει ουσιαστικής αποδοχής. Οι συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις, οι διοικητικές αβελτηρίες και η έλλειψη θεσμικής συνέχειας συνέβαλαν στη διαμόρφωση της αντίληψης ότι η αξιολόγηση αντιμετωπίζεται περισσότερο ως περιστασιακή πολιτική επιλογή που υπηρετεί κομματικές σκοπιμότητες παρά ως στρατηγικό εργαλείο για την ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης.
Η παγίδα της ποσοτικοποίησης
Οι μέχρι σήμερα πρωτοβουλίες στον τομέα αυτόν επικεντρώθηκαν στη συλλογή ποσοτικών δεδομένων και στην αποτύπωση δεικτών αποδοτικότητας. Η μονομερής έμφαση σε αυτά οδηγεί σε μια περιοριστική, σχεδόν «λογιστική» αντίληψη της αξιολόγησης, που παραβλέπει την πολυδιάστατη φύση της παιδαγωγικής πράξης, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων σημαντικών παραμέτρων, όπως η δημιουργικότητα και η κριτική σκέψη.
Η πραγματική πρόκληση συνίσταται στη μετάβαση από μια γραφειοκρατική διαδικασία σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα αξιολόγησης που θα συνδυάζει ποσοτικά δεδομένα με την εις βάθος ποιοτική ανάλυση της εκπαίδευσης, παρέχοντας διαρκή και σφαιρική ανατροφοδότηση.
Δύο πυλώνες για ένα σύγχρονο πλαίσιο αξιολόγησης
Θεσμική και επιστημονική θωράκιση
Η συγκρότηση μιας Εθνικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, με εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία στον τομέα της αξιολόγησης, αποτελεί επιβεβλημένη αναγκαιότητα. Ένας τέτοιος θεσμός, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των υφιστάμενων φορέων και αρχών, διασφαλίζει την εγκυρότητα των διαδικασιών και αποτρέπει την πιθανή υποταγή της αξιολόγησης σε βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες.
Επαρκής κατάρτιση και συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών
Η αξιολόγηση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς επαρκή θεωρητική και πρακτική κατάρτιση των εκπαιδευτικών. Η ενσωμάτωση μαθημάτων αξιολόγησης στα Παιδαγωγικά Τμήματα, σε συνδυασμό με τη συνεχή επιμόρφωση των εν ενεργεία εκπαιδευτικών, είναι κρίσιμη για την ενεργό εμπλοκή τους και τη μετατροπή τους σε συνδιαμορφωτές του συστήματος.
Από τον έλεγχο στην εμπιστοσύνη
Η ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης δεν αποτελεί ζήτημα αποκλειστικά τεχνικών εργαλείων· απαιτεί πολιτική βούληση, θεσμική σταθερότητα και συστηματική αξιοποίηση της ανατροφοδότησης. Η επιλογή είναι σαφής: είτε θα επενδύσουμε σε ένα σύστημα αξιολόγησης επιστημονικά τεκμηριωμένο, θεσμικά θωρακισμένο και παιδαγωγικά αποτελεσματικό, είτε θα παραμείνουμε παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο επιφανειακών μεταρρυθμίσεων.
Όταν σχεδιαστεί με μεθοδικότητα και συνέπεια, η αξιολόγηση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης μετασχηματισμού της εκπαίδευσης. Και το πιο σημαντικό, θέτει τα θεμέλια για μια βιώσιμη και συνεκτική εκπαιδευτική πολιτική.
*Δρ. Τάνια Κολυμπάρη, Εξειδίκευση στην Εκπαιδευτική Πολιτική και Αξιολόγηση, Διευθύντρια, Γενική Γραμματεία Ανώτατης Εκπαίδευσης
Πηγή: tovima.gr
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα