Του Εμμανουήλ Μπέζα, Μηχανικός ορυκτών πόρων, γεωπολιτικός αναλυτής – Η Τουρκία αξιοποίησε την ευκαιρία που δημιούργησε ο πόλεμος για να επεκτείνει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα
Ο πόλεμος στην Ουκρανία μετακίνησε τις τεκτονικές πλάκες της ευρασιατικής γεωπολιτικής. Η Ρωσία ωθήθηκε περαιτέρω προς την Ανατολή, οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναπροσδιορίστηκαν αποφασιστικά απέναντι στην Ευρώπη, η Ευρώπη υποχώρησε στρατηγικά και τμήματα του Παγκόσμιου Νότου συσπειρώθηκαν περισσότερο μεταξύ τους ως απάντηση στη νέα παγκόσμια πόλωση.
Αυτές, όμως, είναι μεταβολές στο διεθνές επίπεδο. Σημαντικές συνέπειες καταγράφονται και για τους περιφερειακούς δρώντες.
Η Τουρκία αξιοποίησε την ευκαιρία που δημιούργησε ο πόλεμος για να επεκτείνει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα. Με τη Ρωσία να επικεντρώνεται στο ουκρανικό μέτωπο και να προσαρμόζει την περιφερειακή της στάση για να αποφύγει την υπερεπέκταση, η Άγκυρα βρήκε νέο χώρο για να ελιχθεί στη Συρία. Καθώς η ρωσική προσοχή μειώθηκε και το Ισραήλ επικεντρώθηκε στη σύγκρουσή του με τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς, η Τουρκία προετοιμάστηκε για μια νέα δική της στρατηγική προώθηση στο συριακό έδαφος και την ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Ως παραδοσιακός πυλώνας της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή και μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία θεωρητικά είχε τη δυνατότητα να υιοθετήσει πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στη Ρωσία. Αντιθέτως, αναγνωρίζοντας τη μετατόπιση του παγκόσμιου κέντρου ισχύος προς την Ασία και την εμφάνιση ενός περισσότερο πολυπολικού συστήματος, η Άγκυρα επέλεξε να ενισχύσει την οικονομική της συνεργασία με τη Μόσχα. Από την έναρξη του πολέμου, η Τουρκία αύξησε τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου, υποδέχθηκε σημαντικές ροές Ρώσων τουριστών και κεφαλαίων, και αύξησε τις δικές της εξαγωγές βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων προς τη Ρωσία.
Γιατί η Γερμανία θέλει να υπεξαιρεθούν οι παγωμένες ρωσικές καταθέσεις στο Βέλγιο
Η Τουρκία δεν είχε στρατηγικό κίνητρο να προκαλέσει αντιπαράθεση στη Μαύρη Θάλασσα, τη στιγμή που η Ε.Ε. ήταν έτοιμη να το πράξει ευθέως απέναντι στη Ρωσία, εντός των ουκρανικών εδαφών, και, δευτερευόντως, κοντά στα άμεσα σύνορά της με τη Ρωσία. Επιπλέον, η Άγκυρα δεν θα επέλεγε μια τέτοια κίνηση σε μια περίοδο κατά την οποία το κύρος της στη Μέση Ανατολή παρουσιάζεται ενισχυμένο — ιδιαίτερα μετά την αποδυνάμωση ενός ακόμη περιφερειακού καθεστώτος (Συρίας) — και ταυτόχρονα υπάρχει η ανάγκη να εξισορροπήσει την αυξανόμενη επιρροή της Σαουδικής Αραβίας στην ευρύτερη περιοχή.
Εν τω μεταξύ, η ευρωπαϊκή οπτική για την Τουρκία άρχισε να μεταβάλλεται. Η Ε.Ε. δεν μπορούσε να αντέξει δύο μεγάλες αντιπαραθέσεις στα ανατολικά της σύνορα, και, έχοντας υπόψη τη μακρά γεωπολιτική αντιπαλότητα μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Τσαρικής Ρωσίας, αναβάθμισε τη συνεργασία της με την Άγκυρα στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας. Η Τουρκία, από την πλευρά της, ήταν πρόθυμη να παρέχει υποστήριξη στην Ουκρανία — καθησυχάζοντας τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ — ενώ ταυτόχρονα εξισορροπούσε αυτή τη στάση με την ενισχυμένη οικονομική της σχέση με τη Ρωσία.
Ο πόλεμος παρείχε στην Τουρκία και γεωγραφικό και πολιτικό χώρο ελιγμών. Γεωγραφικά, απέκτησε πεδίο δράσης προς νότο και ανατολή, καθώς η μειωμένη ρωσική παρουσία άνοιξε νέες δυνατότητες στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή. Πολιτικά, διεύρυνε το εύρος δράσης της προς βορρά και δύση, αναπτύσσοντας μια νέα δυναμική με την Ε.Ε,, τις ΗΠΑ και την Ουκρανία. Αυτή η διπλή διεύρυνση επέτρεψε στην Άγκυρα να ανασυνθέσει τη στρατηγική της θέση ως περιφερειακού πυλώνα στο νότιο τμήμα της Ευρασίας.
Προβληματικές πτυχές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είναι ουσιαστικά στρατιωτικοποιημένη. Αυτό είναι εμφανές στην εμπλοκή της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία και το Ιράκ, στη διευρυνόμενη αμυντική-βιομηχανική συνεργασία της με κράτη της Ε.Ε, και στη δραστήρια συμμετοχή της σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ. Αυτή η στρατιωτικοποιημένη στάση συνδέεται επίσης με το νεο-οθωμανικό όραμα της Άγκυρας και με τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή ξένων εδαφών στη βόρεια Συρία, το βόρειο Ιράκ και τη βόρεια Κύπρο, καθώς και με τη μακροχρόνια διακήρυξη casus belli απέναντι στην Ελλάδα για τα χωρικά ύδατα. Η Τουρκία εμπλέκεται ενεργά σε εστίες έντασης κατά μήκος των συνόρων της, με αμφιλεγόμενες τακτικές και με έναν συχνά θολό ορίζοντα γύρω από τις επιχειρήσεις των μυστικών της υπηρεσιών.
Η Αίγυπτος αντιλαμβάνεται τις φιλοδοξίες του Προέδρου Ερντογάν στη Γάζα και στην Ανατολική Μεσόγειο ως στρατηγική απειλή, ενώ το Ιράν βλέπει με βαθιά καχυποψία τη συνεργασία της Τουρκίας με τις ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Από την οπτική του Παγκόσμιου Νότου, η θέση της Τουρκίας είναι εξίσου σύνθετη: η Κίνα παραμένει επιφυλακτική απέναντι στη Άγκυρα για το ζήτημα των Ουιγούρων, η Ινδία είναι προσεκτική λόγω της τουρκικής στήριξης στο Πακιστάν και η Ρωσία συνεχίζει να βλέπει την Τουρκία μέσα από το φίλτρο μιας αιώνιας ανταγωνιστικής σχέσης, παρά τα διαστήματα ρεαλιστικής συνεργασίας. Έτσι, πολλοί δρώντες δεν θεωρούν την Τουρκία απολύτως σταθερό, προβλέψιμο ή αξιόπιστο εταίρο.
Η ασύγχρονη ελληνική εξωτερική πολιτική
Ωστόσο, οι παραπάνω επιφυλάξεις μετριάζονται εξαιτίας των περιφερειακών εξελίξεων — και ειδικά λόγω της σημερινής στάσης της Ελλάδας. Η Αθήνα έχει μειώσει σημαντικά τις διμερείς εντάσεις με την Τουρκία μέσω της «Διακήρυξης των Αθηνών για την Ειρήνη», έχει ενισχύσει την ευθυγράμμισή της με τη Δύση απέναντι στη Ρωσία, έχει ψυχράνει τη σχέση της με την Κίνα και έχει υιοθετήσει έντονα φιλοϊσραηλινή στάση.
Από την οπτική πολλών χωρών του Παγκόσμιου Νότου, αυτή η μετατόπιση έχει σημασία: αν ο παραδοσιακός περιφερειακός αντίπαλος της Τουρκίας δεν αντιτίθεται πλέον ανοιχτά στη στρατιωτικοποιημένη εξωτερική πολιτική της και μάλιστα φαίνεται πολύ πιο πολιτικά ευθυγραμμισμένος με τα δυτικά κέντρα ισχύος, τότε οι χώρες αυτές δεν έχουν ουσιαστικό κίνητρο να βλέπουν την Τουρκία ως παράγοντα αστάθειας. Αντιθέτως, αντιμετωπίζουν σήμερα με σημαντική επιφύλαξη την Ελλάδα λόγω των θέσεών της για τη Ρωσία, την Κίνα και τη Μέση Ανατολή και την αυστηρή της ευθυγράμμιση με τη Δύση.
Με άλλα λόγια: όταν η Ελλάδα — ο ιστορικά πιο άμεσα επηρεαζόμενος δρων από την τουρκική επιθετικότητα — στέλνει το μήνυμα ότι μπορεί να συνυπάρχει με την τουρκική στρατιωτικοποιημένη πολιτική, και όταν πολλοί στον Παγκόσμιο Νότο θεωρούν τις ελληνικές στρατηγικές επιλογές προβληματικές, τότε γιατί να επενδύσουν πολιτικό κεφάλαιο στο να περιορίσουν την Τουρκία; Η Άγκυρα επωφελείται από αυτή την ασυμμετρία αντίληψης: μπορεί να διατηρεί μια στρατιωτικοποιημένη εξωτερική πολιτική χωρίς να αντιμετωπίζει ευρεία αντίδραση ούτε από τον Παγκόσμιο Νότο, ούτε από τη Συλλογική Δύση.
Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας δεν είναι ότι είναι λιγότερο επιθετική σε έναν κόσμο όπου η επιθετικότητα αυξάνεται, αλλά ότι παραμένει αυστηρά δυτικοκεντρική σε έναν κόσμο που κινείται αναπόφευκτα προς την Ανατολή.
Ο κ. Μπέζας είναι
Ακολουθήστε μας στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία νέα









